Από τη Μαρίκα Αρβανιτοπούλου, δημοσιογράφο του πολιτιστικού ρεπορτάζ και υπεύθυνη επικοινωνίας πολιτισμού
Όταν είμαστε μικρά παιδιά και τσακωθούμε με τον καλύτερο φίλο μας κλαίμε και μαραζώνουμε και ζητάμε παρηγοριά που δε βρίσκουμε, όμως, εύκολα. Όταν αργότερα, στα εφηβικά ας πούμε χρόνια τσακωθούμε με την καλύτερη φίλη μας, γιατί μας έκλεψε ή της κλέψαμε το αγόρι, γιατί αισθανθήκαμε ότι μας προδίδει για μια άλλη φίλη, ή γιατί πήγε κι είπε στη μάνα της ό,τι της εμπιστευτήκαμε, πάλι χάνουμε το άλλο μας μισό.
Κι έτσι τα χρόνια περνούν και γνωρίζουμε τόσους ανθρώπους και με άλλους κάνουμε ένα κλικ και δένουμε την αλυσίδα μας μαζί τους, γρήγορα, αναίμακτα και μοναδικά.
Κι άλλους ούτε να τους ακούσουμε…. Σαν αρρώστια όταν ξεκολλάνε από πάνω μας, νιώθουμε ότι ξαναπιάνουμε τη ζωή από την αρχή και ονειρευόμαστε εκ νέου την υπέροχη περιπέτεια αυτού που λέγεται φιλία.
Λένε μάλιστα ότι στα μοναχοπαίδια οι φίλοι είναι τα αδέλφια που δεν τους έτυχαν και οι δεσμοί μαζί τους είναι άρρηκτα και οδυνηρά δεμένοι. Αλλά κι αν σου τύχει κακός αδελφός, στρίγγλα και ζηλιάρα αδελφή, ένας φίλος ή μια φίλη εύκολα παίρνουν τη θέση τους και καμαρώνεις γιατί ξέρεις ότι εσύ διάλεξες και διάλεξες σωστά.
Και μετά έρχονται οι σχέσεις που φτιάχνεις στην εποχή της ωριμότητας.
Όπως κι οι γάμοι ή οι ερωτικές σχέσεις όταν έχουμε λίγο περισσότερο μυαλό στο κεφάλι μας, έτσι κι αυτές οι φιλικές είναι κατά κανόνα πιο πετυχημένες.
Τη φίλη μου τη Σοφία (Αδαμίδου, τη θεατρική συγγραφέα, το ταλαντούχο κορίτσι από τη Χαραυγή Κοζάνης) τη γνώρισα πριν από είκοσι χρόνια περίπου. Συνάδελφοι στο πολιτιστικό ρεπορτάζ, ακόμα νεαρές και αγωνιζόμενες σκληρά αμφότερες σ’ ένα επίσης σκληρό επαγγελματικό χώρο. Φίλες δε γίναμε εξαρχής. Τσάι και συμπάθεια, που λέει και το θεατρικό έργο, χωρίς πολλά, πολλά.
Κι αυτό κυρίως γιατί δεν έτυχε να βρεθούμε σε επαγγελματικό ταξίδι και γιατί οι προσωπικοί μας δρόμοι δεν έτυχε να διασταυρωθούν.
Η πραγματική μας σχέση ξεκίνησε για τα καλά το φθινόπωρο του 2017. Μέσα από ένα θεατρικό ταξίδι με το έργο του Λουντέμη «Οδός Αβύσσου αρ. 0» η Σοφία γνώρισε τη Μαρίκα και η Μαρίκα τη Σοφία. Κάθε μέρα ξεδιπλώναμε και μια άλλη πτυχή. Κάθε μέρα αποκαλύπταμε κι ένα μυστικό μας, μια παλιά και ξεχασμένη ιστορία, οικογενειακά θέματα, παλιούς έρωτες, οικονομικά, φόβους, φοβίες…Οι μέρες και οι νύχτες κυλούσαν και εμείς γράφαμε στο βιβλίο της ζωής μας, την κοινή ιστορία μας.
Διαβάστε τη συνέντευξη της Σοφίας Αδαμίδου στο infowoman εδώ
Προ πανδημίας βλεπόμαστε, κυρίως στις θεατρικές σκηνές. Μετά αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε όλο και πιο στενά. Μετά φτιάξαμε και κάτι δικό μας επαγγελματικό.
Και μια μέρα τσακωθήκαμε στα γρήγορα και μια άλλη μέρα τσακωθήκαμε για τα καλά και κάναμε να μιλήσουμε έξι μέρες και νύχτες. Και μετά εγώ βρήκα μια πρόφαση, εκείνη βρήκε μια αφορμή και ξαναρχίσαμε να μιλάμε τριάντα δύο φορές την ημέρα .
Την ξυπνούσα το πρωί (εγώ πρωινή, εκείνη νυχτερινή). Είχα γίνει η υπηρεσία αφύπνισης.
Ξύπνα ρε, της έλεγα, ο κόσμος κοντεύει να γυρίσει σπίτι του. Δεν πειράζει μου έλεγε, καλύτερα να ‘χει ησυχία όταν εγώ θα γράφω.
Η Σοφία μου έφυγε χθες (ξημερώματα Σαββάτου, την ώρα δηλαδή που κανονικά θα έφτιαχνε ελληνικό καφέ και θα έγραφε κάποιες σελίδες. Όπως γνώρισα εγώ τη Σοφία, έφυγε στην πιο δημιουργική ώρα της, της ημέρας.
Δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο από την στιγμή που το έμαθα παρά μόνο ότι λογικά μπήκε σ΄ ένα αεροπλάνο και επέλεξε να μην γυρίσει πίσω. Πιθανόν να βρίσκεται παρέα με τη Τζένη Μαρξ (που λάτρευε), τον Αρη Βελουχιώτη και σίγουρα τον πατέρα της που γι αυτήν ήταν ιερό πρόσωπο.
Δεν θα αποκαλύψω ποτέ όσα είπαμε και όσα ανοίξαμε τις καρδιές μας.
Είχαμε κάνει πολλές φορές την σκέψη, γερνώντας να εγκατασταθούμε κάπου παρέα για να γηροκομήσουμε η μια την άλλη και ο γιος μου να έρχεται καμιά φορά να μας βλέπει, γιατί θα ήμασταν τότε πολύ, πολύ μεγάλες .
Αλλά διαφωνούσαμε γιατί ήθελε τις γάτες της και εγώ είμαι αλλεργική στις γάτες.
Επίσης εγώ δεν είμαι κομμουνίστρια και μου έλεγε ότι είμαι και δεν το ξέρω…
Επίσης εκείνη ήθελε να μαγειρεύει και να τρώει γλυκά. Εγώ βαριέμαι την κουζίνα και θέλω να πίνω μόνο χυμούς, που εκείνη σιχαινόταν.
Αγαπούσαμε τις βιτρίνες και τις παλιομέρες της καραντίνας στέλναμε βιντεάκια και φωτό με ρούχα που θέλουμε να αγοράσουμε…
Εκείνη δεν κρύωνε ποτέ κι έβγαζε τα χειμωνιάτικα από τον Μάρτη. Της έλεγα εσύ είσαι ορεινή παιδάκι μου, εγώ θαλασσινή και η υγρασία του Πειραιά έχει περονιάσει τα κόκκαλα μου. Τρέχα γύρευε…
Κάποτε παραδεχτήκαμε ότι θα ήταν ωραία να είμαστε αδελφές. Κι όταν μια φορά σκεφτήκαμε ότι χάσαμε χρόνια φιλίας, της είπα ρε “καλύτερα που συναντήθηκαμε τώρα, θα το γλεντήσουμε εφεξής”.
Η Σοφία μου έφυγε χθες και όλοι μου λένε να είμαι δυνατή και να προχωρήσω (λες και μπορεί ποτέ να γίνει αλλιώς).
Η Σοφία μου αν ας πούμε είχα φύγει εγώ πρώτη θα έκλαιγε δυνατά και θα κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο. Εγώ κάθομαι σε μια γωνιά και δεν καπνίζω.
Μόνο από προχθές νιώθω ότι με επισκέφτηκε ξανά ο Χάρος, ήρθε ξερίζωσε πάλι την καρδιά μου και τώρα αιμορραγώ… Και μάλλον μου έκοψε και το ένα πόδι. Για την ακρίβεια εκείνο το πόδι που στηρίζεις πιο καλά την περπατησιά σου και έχεις ισορροπία.
Γιατί όταν αποκτάς φίλους σε μεγάλη ηλικία που λέγαμε πριν όταν τους χάνεις φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια σου. Και γιατί όταν χάνεις μια Σοφία, σαν την Σοφία Αδαμίδου, το ξανθό πανέμορφο κοριτσάκι από τη Χαραυγή Κοζάνης που κατέβηκε στην Αθήνα και κατάφερε να μιλούν γι’ αυτήν έχεις χάσει πολλά πολλά περισσότερα.
Υ.Γ την ώρα που γράφτηκαν οι γραμμές αυτές γινόταν η ταφή της φίλης μου της Σοφίας, στη Χαραυγή της Κοζάνης. Σοφάκι δε θα κρυώνεις, το ξέρω. Και μάλλον θα έχεις και γάτες εκεί. Μόνο που τώρα δεν μπορώ να σε ξυπνήσω αδελφούλα μου.
Ακολουθήστε μας στο Google News
και ενημερωθείτε πρώτοι για τα νέα άρθρα του
Google News