Η Κατερίνα Γώγου έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό από τους «χαζοχαρούμενους», τσαχπίνικους ρόλους της σε δημοφιλείς ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Ήταν η ατίθαση συμμαθήτρια της Αλίκης Βουγιουκλάκη στο «Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» που έβαλε φωτιά στο «ολοκαίνουριο, προπέρσινο κοστούμι» του καθηγητή της Ορέστη Μακρή και ως «Λαζάρου» πρόσεχε την Πολυχρονοπούλου, που πρόσεχε την Ξανθοπούλου, που μίλαγε με τη Γιαδικιάρογλου.
Ήταν η γλυκιά υπηρέτρια της Μάρως Κοντού στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα» που έτρεχε να βρει πανικόβλητη «βελόνα και κλωστή» για να ράψει το κουμπί του αυστηρού «κυρίου Κοκοβίκου» αφεντικού της.
Ήταν η αεικίνητη αδελφή της Τζένης Καρέζη στο «Μία τρελή τρελή οικογένεια» και η κόρη του Λάμπρου Κωσταντάρα στο «Ο τρελός τα ‘χει 400» που ήθελε να παντρευτεί τον «γιαλαντζί γιο εργοστασιάρχη» Τζίλι – Αλέκο Τζανετάκο.
Στην πραγματικότητα όμως, η Κατερίνα Γώγου ήταν ένα μοναχικό πλάσμα με εσωτερικές αναζητήσεις, συγκρούσεις με το κατεστημένο που το μυαλό της δεν σταμάτησε ποτέ να σκέφτεται. Τα αποκαλυπτήρια της πραγματικής της υπόστασης έγιναν μέσα από την ποίησή της.
Ένα παιδί θαύμα της υποκριτικής που στερήθηκε την παιδική της ηλικία
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1 Ιουνίου 1940. Ξεκίνησε σε ηλικία μόλις 5 ετών να παίζει σε διάφορες παιδικές παραστάσεις, όπου την χαρακτήριζαν παιδί-θαύμα.
Παρόλα αυτά, δεν πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια, ελέω Κατοχής και Εμφυλίου Πολέμου. Στην εφηβεία της, η Κατερίνα έμενε με τον πατέρα της, ο οποίος ήταν πολύ αυστηρός απέναντι της, κατόπιν έμεινε με τη μητέρα της.
Ο πατέρας της, πάντως, αν και αυστηρός, την υποστήριξε πραγματικά, στην επιθυμία της να ακολουθήσει την υποκριτική.
Σπούδασε υποκριτική στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και χορό στη σχολή της Κούλας Πράτσικα. Τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα στο θέατρο τα έκανε με τον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου στο έργο των Ευαγγελίδη – Μαρή «Κύριος 5%», ενώ το 1952 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Ο Άλλος», δίπλα στον Γιώργο Παππά.
Φήμη, όμως, απέκτησε στα κινηματογραφικά πλατό της Φίνος Φιλμ κατά τη δεκαετία του ‘60, παίζοντας δεύτερους ρόλους σε δεκάδες ταινίες, συνήθως κωμωδίες, στις οποίες ήταν η «θεότρελη» μικρή αδελφή, το «ατίθασο νιάτο» ή η σκανδαλιάρα υπηρέτρια. Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι της στις ταινίες «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Νόμος 4.000» (1962), «Δεσποινίς Διευθυντής» (1964), «Γάμος αλά ελληνικά» (1964), «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965), «Μια τρελλή τρελλή οικογένεια» (1965).
Μία αναρχική ποιήτρια
Τον εμπορικό κινηματογράφο τον απαρνήθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, τα οποία τη βρήκαν πολιτικά ενταγμένη σε ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Μέχρι τις αρχές του 1970 ασχολήθηκε αποκλειστικά με την υποκριτική. Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Τρία κλικ αριστερά» πούλησε περισσότεα από 40.000 αντίτυπα, αριθμός που όπως λένε οι εκδότες ήταν σπάνιος για ποιητικές συλλογές και τον είχαν φτάσει μόνο ο Γιάννης Ρίτσος και ο Οδυσσέας Ελύτης.
Μάλιστα, η συλλογή μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφόρησε το 1983 στην Αμερική.
Ο πρώτος της ρόλος σε ταινία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου ήταν στο «Βαρύ Πεπόνι» του τότε συζύγου της Παύλου Τάσιου, με τον οποίο απέκτησε μία κόρη τη Μυρτώ Τάσιου.
Ακολούθησε η σπαρακτική της εμφάνιση, ως αφηγήτριας, στην «Παραγγελιά» (1980) του ιδίου, στην οποία απήγγειλε ποιήματα από τις συλλογές της «Τρία κλικ αριστερά» και «Ιδιώνυμο», που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από τη νεολαία της εποχής.
Το 1977 τιμήθηκε με βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στο «Βαρύ Πεπόνι» και το 1984 με βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Όστρια ή το τέλος του παιγνιδιού», όπου είχε συνυπογράψει το σενάριο.
Εκτός από τη μεγάλη πορεία της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, χάραξε σημαντική τροχιά και στη νεοελληνική ποίηση, κατορθώνοντας να περάσει στο συλλογικό επίπεδο τις αγωνίες της προσωπικής διαδρομής της στην τέχνη και τη ζωή.
Η βαθιά πολιτική στάση της, η αναρχική της διάθεση, η περιθωριακή συνείδησή της και οι κοινωνικές ανησυχίες της διαπερνούν ολόκληρη την ποιητική της παραγωγή, που ξεκίνησε το 1978 και ολοκληρώθηκε το 2002, με τη μεταθανάτια έκδοση του «Με λένε Οδύσσεια».
Η αντιεξουσιαστική της δράση και η μάχη με τις ουσίες
Η Κατερίνα Γώγου, δεν απαρνήθηκε ποτέ τα πιστεύω της στον βωμό της αριστείας και το όνομά της συνδέθηκε με την «ποιητική εκπροσώπηση» της αναρχικής ιδεολογίας.
Κάθε λέξη των ποιημάτων της, μας κάνουν ξεκάθαρη την «πίστη» της στην ελευθεριακή ιδεολογική της σκέψη, η οποία προάγει την ελευθερία των ατομικοτήτων, την δίψα για ζωή, τον έρωτα, την σφοδρή κριτική ενάντια σε κάθε είδους εκμετάλλευση, την πάλη για έναν κόσμο απελευθερωμένο από επιφανειακά πρότυπα.
Στάθηκε στο πλευρό πολλών αναρχικών και συμμετείχε σε επιτροπές που μάχονταν την αποφυλάκισή τους. Μάλιστα, τον Μάρτιο του 1991 είχε στείλει ενυπόγραφη επιστολή στην Ελευθεροτυπία μέσω της οποίας εξέφραζε τη στήριξή της στους αναριχκούς Κυριάκο Μαζοκόπο και Γιάννη Πετρόπουλο, που είχαν φυλακιστεί. Εικονογραφούσε την ποίησή της με φωτογραφίες από πορείες και αγώνες του αντιεξουσιαστικού χώρου.
Είχε συλληφθεί αρκετές φορές και είχε λογοδοτήσει στις Αρχές για την αντισυμβατική της συμπεριφορά. Μάλιστα τον Ιανουάριο του 1980, όταν η 17 Νοέμβρη είχε σκοτώσει δύο αστυνομικούς στο Παγκράτι είχε συλληφθεί ως ύποπτη, έπειτα από την καταγγελία μάρτυρα που υποστήριξε πως είδε μία γυναίκα να φεύγει τρέχοντας από το σημείο της δολοφονίας. Ωστόσο, δεν βρέθηκαν αποδείξεις και αφέθηκε ελεύθερη.
Η Κατερίνα Γώγου είχε αρκετούς συντρόφους στη ζωή της, όμως η μεγάλη της αγάπη ήταν ο Παύλος Τάσιος. Μαζί απέκτησαν την κόρη τους Μυρτώ, η οποία άθελά της έγινε η αιτία να μπλέξει και η ίδια η Γώγου με τα ναρκωτικά.
Σε μικρή ηλικία η νεαρή κοπέλα άρχισε να κάνει χρήση ουσιών με τη μητέρα της να προσπαθεί να τη βοηθά στην απεξάρτηση. Όμως, δεν τα κατάφερε και παρασύρθηκε και η ίδια.
Μόνη με τους δαίμονές της
Από το 1991 η Κατερίνα Γώγου πάλευε με τους δαίμονές της. Αφησε την τελευταία της πνοή στις 3 Οκτωβρίου 1993, μέσα στο ασθενοφόρο που τη μετέφερε στο «Ιπποκράτειο» της Αθήνας.
Βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, εξαιτίας ενός θανατηφόρου κοκτέιλ αλκοόλ και ουσιών. Πέρασαν, όμως, δύο ημέρες έως την αναγνώριση του πτώματός της, επειδή ένας φίλος της που τη συνόδευε στις Πρώτες Βοήθειες εξαφανίστηκε αμέσως μετά το θάνατό της.
Στην είδηση του θανάτου της η κόρη της, Μυρτώ κατέρρευσε. Από τότε ζούσε μόνιμα στην Ιταλία. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 2015 κατά τη διάρκεια ταξιδιού της στην Αθήνα θα βρεθεί κι εκείνη νεκρή στα 48 της χρόνια. Ήταν περίπου στην ίδια ηλικία με την μητέρα της και λίγες μέρες πριν την επέτειο του θανάτου της…
Η Κατερίνα Γώγου μέσα από τα ποιήματά της
Απόσπασμα από την συλλογή «Τρία κλικ αριστερά»
«Έμενα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μετς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
άλλα βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη…»
Ιδιώνυμο
«Κοίτα πώς χάνονται οι δρόμοι
μες στους ανθρώπους…
τα περίπτερα πώς κρυώνουνε
απ’ τις βρεμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιο πριν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπή σου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πώς να τα ζητήσεις
πώς τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μας αλλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στυλ της καρέκλας…»
Θα ‘ρθει καιρός
«Θα ‘ρθει καιρός
που θ’ αλλάξουν τα πράγματα
να το θυμάσαι Μαρία
θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη
Μη βλέπεις εμένα μην κλαις
εσύ είσαι η ελπίδα
Άκου, θα ‘ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ’ έξω
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε
δε θα ‘μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια
Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της Ιστορίας
Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θα’ ρθουνε κι άλλοι
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
…παρ’ όλα αυτά Μαρία»
Σ’ όσους σπάσανε, σ’ όσους κρατάνε
«Κουρελιασμένοι απ’ τ’ αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ’ το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών .
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις…»
Διαβάστε επίσης
«Το Ναυάγιο»: Γιατί η σειρά του MEGA έκλεψε την παράσταση;
Ακολουθήστε μας στο Google News
και ενημερωθείτε πρώτοι για τα νέα άρθρα του
Google News