Σαράντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη δημοσίευση του νόμου για την κατάργηση του θεσμού της προίκας, στις 18 Φεβρουαρίου του 1983.
Η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία, μαζί με τη γενικότερη αλλαγή στο οικογενειακό δίκαιο αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πολιτικές επιλογές της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ επί ηγεσίας του Ανδρέα Παπανδρέου και πρώτη φορά στο νεοελληνικό κράτος η γυναίκα εξισώθηκε με τον άνδρα σε νομικό πλαίσιο.
«Ο γαμπρός ζητάει προίκα και δεν μπορώ να τη δώσω»: Μία συνήθης έκφραση που ακουγόταν από τα στόματα πατεράδων που είχαν κόρες σε ηλικία γάμου και έπρεπε να δώσουν στο μέλλοντα σύζυγο την προίκα που ζητούσε.
Βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κουλτούρα από την αρχαιότητα, έφτασε στη νεότερη Ελλάδα αποτελώντας έναν εφιάλτη για την ελληνική οικογένεια.
Η προίκα στον Όμηρο και την Αρχαία Ελλάδα
Ένας θεσμός με πανάρχαιες ρίζες, που διατηρήθηκε μέχρι και το τέλος του 20ου αιώνα, ήταν ο θεσμός της προίκας. Σύμφωνα με τον Γιώργο Μπαμπινιώτη, προίκα ονόμαζαν «όλα τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, που έδινε η οικογένεια της νύφης ή και η ίδια η νύφη στο γαμπρό κατά το γάμο».
Βάσει του Αστικού Κώδικα, προίκα ήταν «η υπό της γυναικός ή άλλου χάριν αυτής παρεχομένη εις τον άνδρα περιουσία προς ανακούφισιν των βαρών του γάμου». Η λέξη «προίκα» ετυμολογικά προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «προίξ» (<πρό + ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι<ἵκω = έρχομαι), και σημαίνει αυτό που έρχεται εκ των προτέρων, με την έννοια του δώρου που δινόταν πριν από το γάμο. Αλλού συναντάμε τη λέξη «φερνή» για την περιουσία της νύφης που δινόταν στον γαμπρό με τον γάμο και αποτελούσε ανέκαθεν μια συνεισφορά στη δημιουργία του νέου σπιτικού.
Ο θεσμός της προίκας απαντάται στα ομηρικά έπη, όπου οι γάμοι μεταξύ ευγενών γίνονται είτε με εξαγορά της νύφης (προσφορά δώρων, προίκα), είτε με αγώνες ανάμεσα σε ευγενείς με έπαθλο τη νύφη (αγώνες για την Ωραία Ελένη), είτε με αρπαγή γυναικών (ωραία Ελένη-Πάρης). Ο Όμηρος αναφέρει την προίκα ως «το κατά τους γάμους διδόμενον μερίδιον, προίξ ή φερνή». Στα ομηρικά χρόνια όμως ο άνδρας συνήθως ήταν εκείνος που έδινε προίκα και σπανιότερα η γυναίκα κάποιες φορές. Στο Ι της Ιλιάδας ο Αγαμέμνονας τάζει στον Αχιλλέα μια από τις κόρες του για γυναίκα και μεγάλη προίκα, για να γυρίσει στη μάχη. Τονίζει μάλιστα ότι δε θέλει από τον Αχιλλέα τίποτε σαν προίκα (αδώρητος).
Το ιδεώδες της ανατροφής των κοριτσιών στην Αθήνα, αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας ήταν η απουσία κάθε επαφής με το άλλο φύλο έως της ημέρας του γάμου. Έτσι, ο κανόνας για την επιλογή της νύφης ανήκε αποκλειστικά στον πατέρα του γαμπρού, που αναλάμβανε να συναντηθεί με τον πατέρα της νύφης για να συμφωνηθεί ενώπιον μαρτύρων ο γάμος, χωρίς καν να είναι απαραίτητη η παρουσία των ενδιαφερομένων. Η συμφωνία αυτή ήταν γνωστή ως εγγύη, κάτι σαν τον σημερινό αρραβώνα. Το βασικότερο αντικείμενο συζήτησης στο πλαίσιο της εγγύης ήταν η προίκα. Ο πατέρας ήταν υποχρεωμένος να δώσει το 1/10 της περιουσίας του ως προίκα, συνήθως σε χρήματα, οικιακά σκεύη, ρούχα, έπιπλα και κοσμήματα.
Η ακίνητη περιουσία προοριζόταν για τα αγόρια και με τον τρόπο αυτό περιοριζόταν, όσο ήταν δυνατό, ο κατακερματισμός της. Η προίκα δεν αποτελούσε ιδιοκτησία του γαμπρού μετά τον γάμο. Αντίθετα, σε περίπτωση που αποφάσιζε να χωρίσει από τη σύζυγό του, είχε την υποχρέωση να την επιστρέψει στην οικογένειά της. Αυτό λειτουργούσε και ως μέσο αποτροπής του διαζυγίου. Στη Σπάρτη, σε περίπτωση διαζυγίου ή χηρείας, η προίκα δεν επιστρεφόταν στην οικογένεια της νύφης, αλλά παρέμενε στην ίδια. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τον 4ο πΧ αιώνα, τα 2/5 της λακωνικής γης ανήκαν σε γυναίκες, κάτι που ο μεγάλος φιλόσοφος θεωρούσε απαράδεκτο.
Πώς γινόταν το «παζάρεμα»
Και στο πέρασμα των αιώνων, ο θεσμός παρέμεινε με τις γυναίκες να αντιμετωπίζονται ως προϊόντα προς αγοροπωλησία, μια συναλλαγή που ήταν άκρως ταπεινωτική για το γυναικείο φύλο.
Το παζάρεμα γινόταν βάσει στρατηγικής. Ο γαμπρός έθετε τους όρους και εάν ήταν συμφέρουσα η πρόταση, γινόταν δεκτή η συμφωνία του γάμου. Φυσικά, στη μειονεκτική θέση βρίσκονταν οι φτωχότερες οικογένειες που δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν στην κόρη τους ή τις κόρες τους μια μεγάλη προίκα για να τις αποκαταστήσουν, με κίνδυνο τα κορίτσια να μείνουν …στο ράφι, όπως έλεγαν.
Από την άλλη, οι πλούσιοι γινόντουσαν πλουσιότεροι, καθώς προτιμούσαν να αλληλοπαντρεύονται για να μεγαλώνουν τις φατρίες τους. Οι γονείς κάθε κοπέλας προσπαθούσαν να συλλέξουν την προίκα της, από τότε που ήταν μικρή μέχρι να έρθει κάποιος και να την ζητήσει σε γάμο. Η προίκα ήταν ο βασικός παράγοντας για να έρθει το ζευγάρι «εις γάμο κοινωνία» και υπερτερούσε έναντι του φυσικού κάλλους της κοπέλας ή των συναισθημάτων του γαμπρού προς τη μέλλουσα σύντροφό του. Ως «προίκα» χαρακτηριζόταν οτιδήποτε θα εξασφάλιζε μια πιο άνετη ζωή στον γαμπρό, από κοσμήματα και μετρητά, μέχρι διαμερίσματα και κτήματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η προικοδότηση ήταν μια ανεπίσημη πράξη που γινόταν με τα λόγια, αλλά υπήρχαν και τα επίσημα προικοσύμφωνα, που ήταν μέρος συμβολαιογραφικής πράξης.
Πάρα πολλές υποθέσεις έχουν απασχολήσει κατά καιρούς τον Τύπο, με επίδοξους γαμπρούς- απατεώνες, με φονικά λόγω μη διασφάλισης της προίκας και ληστείες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο λεγόμενος αθηναίος Αρσέν Λουπέν- ήρωας από το μυθιστόρημα «Αριστοκράτης Λωποδύτης»- που ροκάνιζε τις προίκες των κοριτσιών και μετά… «στρίβειν δια του αραββώνος».
Εμφανιζόταν ως γαμπρός-λαχείο μέσα από αγγελίες συνοικεσίων , με πολλά πτυχία, καλή θέση σε μια μεγάλη εταιρεία και ακριβό αυτοκίνητο και έτσι κέρδιζε των ενδιαφέρον των επίδοξων θυμάτων του. Επίσης, σε άλλα δημοσιεύματα παλιών εφημερίδων, αναφέρονται περιστατικά φονικού σε ζευγάρια, όπου ο άντρας σκότωσε την γυναίκα του επειδή δεν του έδωσε η οικογένειά της την προίκα που του είχαν υποσχεθεί.
Οι διαμαρτυρίες και η πανηγυρική κατάργηση
Ο θεσμός της προίκας είχε προκαλέσει έντονες διαμαρτυρίες και είχε γίνει αφορμή για διάφορες εκστρατείες
Το 1955, είκοσι οκτώ χρόνια πριν από το νόμο 1329/83, 17 κοινοτάρχες της Στερεάς Ελλάδος υποβάλλουν υπόμνημα στην βασίλισσα Φρειδερίκη με την οποία ζητάνε την “κατάργηση του αναχρονιστικού θεσμού της προίκας”.
Η επιστολή που υπογράφουν οι Ρουμελιώτες εκπρόσωποι της τοπικής κοινωνίας υπογραμμίζει:
“Το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα που παρουσιάζεται σήμερα εις την Ελλάδα είναι το της προικός των κοριτσιών. Το πρόβλημα δε αυτό, κατά την μεταπολεμική ιδίως περίοδο, εμφανίζεται υπό την οξυτέρα αυτού μορφήν. Η προιξ με νομισματική πλέον μονάδα την αγγλική λίραν, κατάντησε ο μεγαλύτερος εφιάλτης των εχουσών κορίτσια οικογενειών. Ως επί το πλείστον δεν λαμβάνεται υπόψιν η προσωπική αξία ενός κοριτσιού, αλλά το ποσόν των λιρών που διαθέτει και ο νέος θα ρωτήσει πρώτον τι χρηματικό ποσόν διαθέτει η κόρη και έπειτα θα ρωτήσει δια την κόρην. Δια τούτο πολλά κορίτσια αξιών μένουν στο περιθώριο της ζωής και γίνονται γεροντοκόρες και πεθαίνουν από μαρασμό, οι δε γονείς αυτών καταλαμβάνονται από απογοήτευση και απελπισία»
Το γράμμα είχε συντάξει ο Κώστας Κίτσος, πατέρας τεσσάρων κοριτσιών, αγρότης στο επάγγελμα, πρόεδρος του αγροτικού επιμελητηρίου Φθιώτιδος από το 1932 μέχρι το 1938.
Η κατάργηση του θεσμού έγινε και μόνιμο αίτημα του γυναικείου κινήματος και τις πρώτες ενέργειες έκανε η επιτροπή Γαζή το 1978 η οποία και εισηγήθηκε την κατάργηση της μαζί με άλλες αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο.
Το 1983 επήλθε η οριστική κατάργηση της και όλα τα προικώα επιστράφηκαν στις γυναίκες.
Διαβάστε επίσης:
Αγάπησε τα χέρια και το πρόσωπό σου! Tips ομορφιάς και περιποίησης από την Κατερίνα Γερονικολού
Πήγαμε και είδαμε τις “Πεταλούδες στο Στομάχι” του Κωνσταντίνου Ρήγου στο Θέατρο του Ν. Κόσμου
Είδαμε την πρεμιέρα του J2US και καλά να πάθουμε που δεν βγαίνουμε έξω τα Σάββατα
Google News