Γράφει η Δικηγόρος, Σοφία Χ. Νικολάου, www.sofianikolaou.com
Βλέποντας αυτό το αποκρουστικό βίντεο με τον «νταή του Καλλιμάρμαρου» να βιαιοπραγεί, χωρίς κάποια ουσιαστική αντίδραση απ’ το θύμα του (δεν ξέρω αν μπορούσε βέβαια), το μυαλό μου αμέσως πήγε στα τόσα και τόσα περιστατικά «μουγκής βίας». Αυτής της βίας, που κρύβεται μέσα στα σπίτια μας και στον περίγυρό μας. Αυτής της βίας κατά γυναικών φίλων μας, συναδέλφων μας, γειτόνων μας. Αυτής της βίας που την ακούμε, την βλέπουμε, μερικές από εμάς την νιώθουμε κιόλας, αλλά -δυστυχώς- κωφεύουμε. Μένουμε άλαλες. Απαθείς. Άραγε γιατί;
Σε μια άνευ προηγουμένου κρίση ειλικρίνειας, ο Νομοθέτης, μόλις το 2006, εισήγαγε στην ελληνική έννομη τάξη (Ν. 3500/2006) μία πρωτοφανούς εμβέλειας προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Θεσμοθέτησε, δε, με τον Νόμο αυτό, μία διαδικασία γνώριμη στα ανεπτυγμένα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά υπερβολικά πρωτοποριακή για μια Ελλάδα που μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα προστάτευε τα θύματα αυτά, που σε πολλές περιπτώσεις ήταν ανήλικα παιδιά, με τις κοινές διατάξεις του ποινικού δικαίου, που πολλές φορές προέβλεπαν ποινές χάδια, αν αναλογιστεί κανείς τη ζημιά που μπορούσαν να προκαλέσουν οι έκνομες πράξεις στην ψυχή κατά βάση και όχι απλά στο σώμα του πληττόμενου.
Τι μας δίδαξε, όμως, η δικαστηριακή εμπειρία της εφαρμογής του Νόμου; Παρά τα πρωτοποριακά του χαρακτηριστικά, πολλές φορές, δυστυχώς, εργαλειοποιήθηκε, ακόμα και από εμάς τις γυναίκες, στο βωμό της πίεσης που μπορούσε να ασκήσει ο επαπειλούμενος εγκλεισμός του θύτη, έστω και για μία ημέρα, στο κελί κάποιου αστυνομικού τμήματος, μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση με τη διαδικασία του αυτοφώρου. Αυτό, όμως, όση ενδεχόμενη «ικανοποίηση» κι αν προσέφερε, αφαιρούσε από τον Νόμο τη βασική του αποστολή: να γίνει προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων και εξομάλυνσης της κατάστασης. Φτάναμε, συνεπώς, σε ακροατήρια, μετά από πολλές αναβολές, όπου μετά από αδιανόητες πιέσεις, τα θύματα κατέθεταν πως «ήταν μια παρεξήγηση», προκειμένου να μην υποστούν τις νέες συνέπειες από τον κατηγορούμενο.
Δυστυχώς, κανένας νόμος και κανένα θεσμικό πλαίσιο δεν επαρκούν, εάν δεν συντρέξουν δύο βασικές προϋποθέσεις: Η πρώτη έχει να κάνει αφ’ ενός με την άμεση καταγγελία οιουδήποτε περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας και αφ’ ετέρου με την κατοχύρωση, όχι απλά μίας διαδικασίας επίλυσης των διαφορών με τη διαμεσολάβηση ενός εισαγγελικού λειτουργού, αλλά και της ουσιαστικής προστασίας του εκάστοτε καταγγέλλοντος. Η δεύτερη, όμως, έχει να κάνει με την ανάπτυξη, την εξάπλωση και την ενδυνάμωση του φεμινιστικού κινήματος. Ώστε να αγκαλιάσει τα προβλήματα των γυναικών και να καταδείξει τις λύσεις τους. Ώστε να διαλύσει τις εξαρτήσεις, να καταγγείλει τους θύτες, να τους τιμωρήσει και να τους απομονώσει. Όχι υπό μορφήν αυτοδικίας, αλλά ως απότοκο των προβλεπόμενων, νόμιμων διαδικασιών.
Μόνο αν γίνουμε εμείς πιο δυνατές, θα αποδυναμωθούν όσα μας απειλούν. Μην γυρνάτε την πλάτη στο πρόβλημα. Ας μιλήσουμε επιτέλους. Πιο δυνατά!
Ακολουθήστε μας στο Google News
και ενημερωθείτε πρώτοι για τα νέα άρθρα του
Google News