Είναι μία από τις πιο ταλαντούχες ηθοποιούς της γενιάς της. Μία ηθοποιός που δεν αναλώθηκε στα εμπορικά θεάματα, τουναντίον επιλέγει με πολλή σκέψη το επόμενο της καλλιτεχνικό βήμα. Ο λόγος για τη Λουκία Μιχαλοπούλου που αυτήν την περίοδο βρίσκεται σε εντατικές πρόβες προκειμένου να πρωταγωνιστήσει στις πολυαναμενόνες Φοίνισσες που ετοιμάζει ο Γιάννης Μόσχος και θα παρουσιαστούν στην Επίδαυρο στις 30, 31 Ιουλίου και την 1η Αυγούστου σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου.
Με αφορμή την παράσταση αυτή εμείς μιλήσαμε μαζί της…
Πώς σας βρίσκουμε εν μέσω πανδημίας, μέτρων, εμβολιασμών και μετά από έναν χρόνο πολιτιστικής σιωπής; Αναθεωρήσατε πράγματα/αξίες; Τι σας έλειψε περισσότερο;
Η μεγάλη αυτή δοκιμασία που περάσαμε και περνάμε μου έδωσε τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσω πάλι πως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Η μεγάλη μου αγωνία είναι όταν όλο αυτό περάσει να μην ξεχάσω αυτήν τη φοβερή εμπειρία και να τη χρησιμοποιώ τόσο στη ζωή μου όσο και στο θέατρο. Ο φόβος που επικρατεί τόσο στην έκφραση και στην επικοινωνία είναι το πιο δύσκολο να ξεπεραστεί.ελπιζω όλο αυτό να μη μας αφήσει κουσούρια, αλλά να μας κάνει πιο δημιουργικούς. Αυτό που πραγματικά μου έλειψε είναι οι ξέγνοιαστες βόλτες χωρίς μάσκα.
Πιστεύετε πως βγήκαμε καλύτεροι από όλη αυτήν την περιπέτεια;
Για τον καθένα όλη αυτή η περιπέτεια λειτούργησε με διαφορετικό τρόπο Δεν ξέρω αν γίναμε καλύτεροι ή χειρότεροι, το σίγουρο όμως, είναι ότι όλους κάπως μας μετακίνησε. Μεγαλο πράγμα το ξεβόλεμα..
Το κίνημα #metoo θεωρείτε πως βοήθησε το θέατρο, το εξυγίανε; Τι πιστεύετε πως είναι αυτό που προκαλεί αυτού του είδους κατάχρηση εξουσίας;
Είναι πολύ ευχάριστο ότι αρχίζουμε να μιλάμε και να διεκδικούμε, είναι σημαντικό να μη θεωρείται πολυτέλεια ο σεβασμός σε μια δουλειά. Η κατάχρηση της εξουσίας είναι στη ανθρώπινη φύση. Το θέμα είναι πώς δαμάζεις αυτά τα ένστικτα, πώς τα περιορίζεις, πώς τα μετατρέπεις.
Τι θα δούμε στη σκηνοθετική προσέγγιση των Φοινισσών από τον Γιάννη Μόσχο;
Δεν μπορώ να απαντήσω για την σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη, μπορώ όμως να βλέποντας το λίγο απ’ έξω ότι κάνει μια προσπάθεια να πει την ιστορία με την ελαφράδα ενός παραμυθιού. Μοιάζει λίγο με τον τρόπο που θα λέγαμε σε ένα παιδί κάτι πολύ δυσάρεστο και σκοτεινό, χωρις να το τρομάξουμε, χωρίς να το πληγώσουμε, αλλά κάνοντάς το να θέλει να μάθει τη συνέχεια.
Τι σας γοητεύει ιδιαίτερα στο έργο αυτό του Ευριπίδη; Πώς επικοινωνεί με το σήμερα;
Με ενδιαφέρει πολύ πως τόσο απενοχοποιημενα βάζει τόσα σημαντικα πρόσωπα στο έργο, το καθένα κουβαλάει μια τεράστια ιστορία όπου σε μια μέρα σε όλους τους ηρωες ανατρέπεται κάτι.
Σκιαγραφήστε μας τον ρόλο της Αντιγόνης…
Στις Φοίνισσες παρακολουθούμε την ενηλικίωση της Αντιγόνης μέσα σε μια μέρα. Ξεκινάει με ποιότητες φοβερής περιέργειας και αθωότητας. Τα αδέλφια της αλληλοσκοτωνονται, η μάνα της αυτοκτονεί, ο πατέρας της εξορίζεται. Και καλείται να αντιμετωπίσει τη μοναξιά και να αντισταθεί στην απόφαση του Κρέοντα που θέλει τον Πολυνείκη άταφο.
Αυτή τη διχόνοια του έργου τη βλέπετε σήμερα γύρω σας και πού;
Η διχόνοια και πως αντιμετωπίζεται πράγματι είναι ένα από τα θέματα του έργου… Το πιο τραγικό όμως είναι όταν αυτές οι συμπεριφορές αναπτύσσονται σε ανθρώπους που αγαπιούνται, που τους συνδέει κάτι, αυτό δεν αντέχεται ούτε να το ζεις ούτε να το βλέπεις.
Αυτό που σας θυμώνει περισσότερο σαν ηθοποιό τι είναι;
Δε θα έλεγα ότι θυμώνω, περισσότερο απογοητεύομαι όταν οι άνθρωποι λένε ότι θέλουν να συνεργαστούν αλλά στη πραγματικότητα είναι πολύ κλειστοί σε αυτό που έχουν αποφασίσει. Με ενδιαφέρει πολύ να είμαι συνδημιουργική σε μια δουλειά. Βαριέμαι αφόρητα οτιδήποτε προαποφασισμένο….. Οτιδηποτε δεν έχει τη δυνατότητα να ανατραπεί. Δεν πιστευω καθόλου σ’ αυτού του είδους τη διαδικασία… Πολλές όμως είναι οι φορές που αναγκάζομαι να την υπηρετήσω και να βρω κάτι χρήσιμο στον οποίο περιορισμό.
Μελλοντικά σχέδια κάνετε για την επόμενη σεζόν;
Με μεγάλη χαρά θα συνεχίσουμε “Τη γίδα” του Άλμπι στο θέατρο Αθηνών. Μια παράσταση που σκηνοθετεί ο Νικορέστης Χανιωτακης. Και με μια αγαπημένη ομάδα: τον Νίκο Κουρή, τον Γιάννη Δρακόπουλο και τον Μιχαήλ Ταμπακακη. Αυτη ας πούμε είναι ένα παράδειγμα παράστασης που, ενώ παίζεται 3 χρονια, η συνθήκη της συνδημιουργιας μάς έχει αφήσει τη φαντασία ελεύθερη.
Διαβάστε επίσης
Νικολέτα Κοτσαηλίδου: «Η εξωτερική εμφάνιση με δυσκόλεψε όχι μόνο στο θέατρο, αλλά και στη ζωή»
Google News