Στην Α’ Λυκείου πήρε την απόφαση να ασχοληθεί με την υποκριτική. Η επιφυλακτικότητα των γονέων του, που τον προόριζαν για την Ιατρική, ήταν αναμενόμενη αλλά εκείνος δεν το έβαλε κάτω. Η καταγωγή του από τον Πόντο επηρέασε τις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις ήδη από το ξεκίνημα της καριέρας του.
Ο λόγος για τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη, ο οποίος συναντά για δεύτερη φορά τον σπουδαίο Σέρβο σκηνοθέτη Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς στη σουρεαλιστική κωμωδία «Ένα λιοντάρι Μεσοπέλαγα», ύστερα από την επιτυχημένη τους συνεργασία στους «Ήρωες» στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου.
Φέτος, το σχήμα στο οποίο έδωσε την ψυχή του, οι «Άγαμοι Θύται» συμπληρώνουν 30 χρόνια επιτυχημένης παρουσίας στο καλλιτεχνικό στερέωμα, και ο ηθοποιός μεταξύ άλλων αποκαλύπτει στο Infowoman.gr τα πάντα για το μεγάλο επετειακό «αντάμωμα» που ετοιμάζει.
Πείτε μας δυο λόγια για τη συνεργασία με τον Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς…
Η συνεργασία μας προέκυψε πρώτη φορά λόγω των «Ηρώων» που παίξαμε δύο χρόνια στο θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου. Πέρα από τις παραστάσεις του Μιλιβόγιεβιτς που είχα δει – γιατί έχει κάνει αρκετές παραστάσεις στην Ελλάδα παρότι ζει μόνιμα στη Σερβία – ο τρόπος δουλειάς του αλλά και η προσωπική μας σχέση κάνει κάθε επαφή και συνεργασία μαζί του απολαυστική. Είναι ένας άνθρωπος γλυκύτατος, ήρεμος και γνώστης του αντικειμένου.
Τι σας γοήτευσε στον ρόλο και σας έκανε να τον αποδεχθείτε;
Η αλήθεια είναι ότι είχαμε ξεκινήσει με ένα άλλο έργο που μας ενδιέφερε και τους δύο, υπήρξαν όμως κάποια προβλήματα χρονικά – έπρεπε να καθυστερήσει μια άλλη παραγωγή – οπότε μου πρότεινε αυτό το έργο. Δεν ήταν συγκεκριμένα ο ρόλος, αλλά η πρόταση του Νικίτα και ότι ο Μρόζεκ είναι ένας πολύ σπουδαίος συγγραφέας με τον οποίο δεν είχε τύχει – ούτε με το θέατρο του παραλόγου – να έχω ανάλογη ενασχόληση στο παρελθόν. Οπότε το θεώρησα μια ευκαιρία, ένα προσωπικό δέλεαρ για να κάνουμε ένα έργο λίγο διαφορετικό. Είναι ένα έργο πάρα πολύ σοβαρό, με πολιτικές αναφορές, με φιλοσοφικό υπόβαθρο. Ο Μρόζεκ είναι πολύ σπουδαίος συγγραφέας, από τους κύριους εκπροσώπους του θεάτρου του παραλόγου – είναι μέσα στην τριάδα μαζί με τον Μπέκετ και τον Ιονέσκο.
Οι πολιτικές αναφορές είναι χαρακτηριστικό του Μρόζεκ. Πώς τις συναντάμε στο έργο;
Με έναν ιδιότυπο τρόπο μέσα από τον σαρκασμό και την αλληγορία. Σε ένα επίπεδο έχει καθημερινές πολιτικές αναφορές αλλά κυρίως σε φιλοσοφικό επίπεδο. Η πολιτική και το χιούμορ είναι δύο ιδιαίτερα γνωρίσματά του. Ο Μρόζεκ είχε μία πολύ προσωπική γραφή και ιδιαίτερη ταυτότητα σε σχέση με τους άλλους συγγραφείς του παραλόγου. Το παράδοξο στον Μρόζεκ είναι ότι γίνεται με απόλυτα ρεαλιστικά τρόπο. Δεν συμβαίνει κάτι εξωφρενικό που να μην είναι στη σφαίρα του ρεαλιστικού. Είναι τυπικά παράδοξο αλλά επί της ουσίας κάνει πολύ ρεαλιστικές αναφορές διαρκώς.
Σε ποια σημεία το έργο αγγίζει το σήμερα;
Σε όλα τα σημεία γιατί είναι πράγματα που μας αφορούν κάθε μέρα στις σχέσεις μας, στη σχέση με την εξουσία, στο πώς προσπαθούμε να οργανωθούμε ως άτομα ή ως κοινωνικές ομάδες, το να διαχειριστούμε την κοινωνική και πολιτική μας οργάνωση. Είναι θέματα που δε λύνονται εύκολα και πάντα θέτει ερωτήματα ο Μρόζεκ.
Οι «Άγαμοι Θύται» φέτος κλείνουν 30 χρόνια. Πώς σκέφτεστε να το γιορτάσετε;
Φυσικά, ούτως ή άλλως ήταν καιρός να παίξουμε. Εγώ πάντα επιβάλλω να κάνουμε μεγάλες παύσεις δύο χρόνων, τώρα θα είναι τρίχρονη η παύση από την τελευταία παράσταση, οπότε λέμε να κάνουμε ένα μεγάλο επετειακό «αντάμωμα» των 30 χρόνων. Μάλιστα, σκέφτομαι να καλέσω όλους τους κατά καιρούς συνεργάτες των Αγάμων, τους οποίους έχω καλέσει από το 1990 μέχρι σήμερα και είναι πάρα πολλοί, ώστε να κάνουμε μια σειρά από παραστάσεις σε μεγάλους χώρους ξεκινώντας από το καλοκαίρι. Όπως ξέρετε, οι Άγαμοι δεν έχουν ένα σταθερό σχήμα, κάθε χρόνο κάνω ένα άτυπο κάστινγκ από συνεργάτες. Οι 30 λοιπόν καλλιτέχνες που θα συμμετέχουν είναι νέοι ηθοποιοί, άλλοι που ήταν τελείως άγνωστοι, άλλοι που ήταν στο ξεκίνημά τους, νέοι, φρέσκοι αλλά ήδη γνωστοί και πολλά υποσχόμενοι. Σε όλα αυτά τα χρόνια έγιναν πια πολύ γνωστοί άνθρωποι κυρίως του θεατρικού χώρου.
Πού θεωρείτε ότι οφείλεται η επιτυχία τους;
Δεν ξέρω, ποτέ δεν το έχω αναλογιστεί. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να έχουμε πολύ μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό που κάνουμε. Για έμενα ήταν και μια ευθύνη παραπάνω γιατί έπρεπε να έχω όλη την επιμέλεια για τις παραστάσεις, ξεκινώντας από την επιλογή των συνεργατών και κυρίως των κειμενογράφων, γιατί στα κείμενα είναι η πολύ μεγάλη δυσκολία αυτού του πράγματος. Χρειάζεται πολύ μεγάλη αυστηρότητα και κυρίως πύκνωση και αφαίρεση – συν ότι δεν έπρεπε να παίζουμε πολύ τακτικά. Είχαμε πάρα πολύ κόσμο πάντα, ήταν πολύ δημοφιλής η παράσταση – αν και δεν ήταν πάντα έτσι. Το ‘90 που ξεκινήσαμε, σχεδόν τρεις μήνες παίζαμε σε άδειες αίθουσες και ξαφνικά ήμασταν διαρκώς γεμάτοι. Νομίζω ότι το ένα στοιχείο είναι ότι παίζουμε με πολύ κέφι και πάθος όταν έχουμε κάτι να πούμε και το ότι προσέχουμε πάρα πολύ στη λεπτομέρεια.
Ενώ οι παραστάσεις των Αγάμων λόγω του χιούμορ και της σατιρικής ματιάς φαίνονται ότι είναι ένας μεγάλος αυτοσχεδιασμός με παρεΐστικα στοιχεία, δεν είναι καθόλου έτσι. Όλο αυτό είναι πάρα πολύ αυστηρά δουλεμένο, παίζουμε με απόλυτη παρτιτούρα και χωρίς να αυτοσχεδιάζουμε παρά μόνο στις πρόβες. Πρέπει το αποτέλεσμα να προκύπτει εκείνη τη στιγμή, να έχει όλη αυτή τη δροσιά και τη φρεσκάδα.
Πώς ήρθε το θέατρο στη ζωή σας; Είχατε ανέκαθεν καλλιτεχνικές ανησυχίες;
Ναι, από την εφηβεία μου. Το πήρα απόφαση στην Α’ Λυκείου, είχαμε κάνει μια παράσταση που ήταν περίπου στη δομή που είναι οι παραστάσεις των Αγάμων. Σκεφτείτε ότι δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου τέτοιο θέαμα ζωντανό. Βρίσκω τότε ένα ερασιτεχνικό μουσικό σχήμα που είχαν τότε οι συμμαθητές μου, τους πρότεινα να κάνουμε μια παράσταση που ανέλαβα εγώ και έβαλα όλα τα ενδιάμεσα κείμενα. Οπότε η πρώτη εκδοχή αυτού που είδατε 15 χρόνια μετά, ήταν ένα πείραμα σε μια σχολική παράσταση που είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Αυτό ήταν καθοριστικό για να ακολουθήσω αυτό το χώρο. Βέβαια, με το θέατρο είχα από πριν μια εμμονή, αλλά αυτό νομίζω λειτούργησε καταλυτικά και αποφάσισα ότι δε θέλω να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου.
Πώς αντέδρασαν οι γονείς σας στην απόφαση να γίνετε ηθοποιός;
Φυσικά οι άνθρωποι κόντεψαν να παρανοήσουν γιατί ήμουν πάρα πολύ καλός μαθητής και περίμεναν να μπω στην Ιατρική, παρόλο που έβλεπαν θέατρο, είχαν επαφή μ’ αυτό, δεν ήταν κάτι αδιανόητο για εκείνους. Νομίζω ότι το αντιμετώπισαν πολύ σοφά. Ο πατέρας μου μού είπε ότι αν το κάνω, θα πρέπει να το κάνω μόνος μου. Θεωρούσε ότι λόγω του χαρακτήρα μου – επειδή είμαι πολύ παρορμητικός – πιθανόν θα ήταν μια τρέλα όλο αυτό. Πίστευε ότι είναι ένα επάγγελμα το οποίο θα με καταστρέψει. Προφανώς ήθελε να δει αν το εννοώ και αν θέλω να το κάνω πραγματικά. Η αντίδραση ήταν η αναμενόμενη αλλά κι εγώ δεν το έβαλα κάτω. Μετά, όταν πια με δέχτηκαν στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου, νομίζω ότι εκεί ο πατέρας μου άρχισε σιγά σιγά να το παίρνει απόφαση. Του πήρε αρκετά χρόνια να συνειδητοποιήσει ότι αυτή είναι η δουλειά μου αλλά νομίζω σιγά σιγά πείστηκε, δεν είχε άλλη επιλογή.
Έχετε καταγωγή από τον Πόντο. Πόσο έχει επηρεάσει αυτό την ανατροφή και το ταπεραμέντο σας;
Δεν ξέρω αν υπάρχει βιολογικό υπόβαθρο για κάτι τέτοιο, αλλά σε επίπεδο πολιτισμικό, απολύτως. Είναι οι καταβολές, όλα αυτά που έχουν περάσει σε επίπεδο συναισθηματικό αλλά και ψυχικό. Εγώ πολύ νωρίς θεώρησα ότι αυτή η αναζήτηση της ταυτότητας, έχει πολύπλοκες καταβολές κυρίως πολιτιστικές. Έτσι θεώρησα κομμάτι της έκφρασής μου αυτής, όλα αυτά τα στοιχεία. Προσπάθησα όλα αυτά να ενταχθούν στις αναζητήσεις μου. Για να καταλάβετε, όταν έφτιαξα την πρώτη παράσταση των Αγάμων, έβαλα ένα σκετς στην ποντιακή γλώσσα, το οποίο καθιέρωσα όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό είναι λίγο αδιανόητο γιατί είναι μια γλώσσα γενικά δύσκολη για τους περισσότερους. Παρ’ όλα αυτά επειδή είχα σχέση με το χιούμορ μέσω αυτής της γλώσσας, το καθιέρωσα και ποτέ δεν μου δημιούργησε πρόβλημα. Έβρισκα πάντα έναν τρόπο να είναι κατανοητό, λιγότερο ή περισσότερο για τους χιλιάδες θεατές των Αγάμων που δεν ήξεραν την γλώσσα. Ήταν λοιπόν πολύ στενή η σχέση μου με αυτό που λέμε καταγωγή.
Πώς κρίνετε το τηλεοπτικό τοπίο σήμερα; Είστε χαρούμενος με την επιστροφή της μυθοπλασίας;
Είμαι πολύ χαρούμενος και φαντάζομαι το ίδιο και οι θεατές. Ακόμα και όταν μπήκαν τα ριάλιτι στη ζωή μας και γενικώς υπήρχε μια έντονη συζήτηση γύρω απ’ αυτά στον χώρο, εγώ έλεγα ότι η μυθοπλασία ποτέ δεν πεθαίνει. Ό,τι και να συμβεί θα επανέρχεται. Το ζήτημα είναι πόσο έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε καλές δουλειές με αυτές τις συνθήκες στην τηλεόραση. Είναι λίγο πιο δύσκολα, αλλά αυτή είναι η χώρα, αυτή είναι η αγορά, ήταν στη μέση και η οικονομική κρίση, οπότε θα πρέπει να προσαρμοστούμε.
Θα συμμετείχατε ως κριτής σε κάποιο ριάλιτι;
Ενδεχομένως ναι. Παρακολουθώ πολύ ευχάριστα το YFSF, είναι διασκεδαστικό και υπάρχουν και μερικοί ταλαντούχοι νέοι. Αν ήταν και 30 χρόνια πριν και ήμουν σε μια ηλικία που μπορούσα να το κάνω, πιθανόν να συμμετείχα και ως διαγωνιζόμενος, αν και δεν είμαι τόσο καλό στις μιμήσεις. Αυτά σε ένα επίπεδο παιχνιδιού είναι ενδιαφέροντα. Εγώ δεν είμαι κατά των παιχνιδιών. Βέβαια, όταν μιλάμε για μυθοπλασία στην τηλεόραση, οι απαιτήσεις είναι πολύ μεγαλύτερες. Αν και η τηλεόραση – τυπικά τουλάχιστον όπως υποστηρίζουν οι θεωρητικοί των μέσων -είναι περισσότερο ψυχαγωγία, ενώ ο κινηματογράφος και το θέατρο έχουν ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον γιατί μπορείς να κάνεις πιο σημαντικά πράγματα. Τώρα το πόσα από αυτά που γίνονται είναι πραγματικά σημαντικά και δεν είναι κατώτερα πολλών σειρών, αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Θέλω να πω δεν υπάρχουν καλά και κακά είδη. Μια σειρά στην τηλεόραση μπορεί να είναι απείρως καλύτερη από μια κάκιστη παράσταση.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Νομίζω η στέρηση της ελευθερίας, αν θα έπρεπε να πω μόνο ένα πράγμα. Το δεύτερο είναι η στέρηση της ικανότητας να κάνεις τα πράγματα που θέλεις. Για τα γεράματα δε μπορώ να σας πω ακόμα. Εφόσον ένας άνθρωπος είναι ακμαίος και έχει δύναμη και διάθεση, αυτό δεν είναι φόβος. Φόβος είναι όταν πια δε μπορείς. Ενώ δεν είχα φόβους, μετά τα 50 μου απέκτησα κλειστοφοβίες, κάτι το οποίο είναι τελείως παράλογο. Δε ξέρω γιατί συνέβησαν έτσι ξαφνικά, αλλά έχω καταφέρει να τα καταπολεμήσω σε μεγάλο βαθμό.
Πληροφορίες
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς
Μετάφραση: Ισμήνη Ραντούλοβιτς
Σκηνικά – Κοστούμια: Δήμητρα Σπυρίδωνος
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Φωτογραφιες: Γεωργία Σιέττου & Στέλιος Δανιήλ
Παίζουν:
Ιεροκλής Μιχαηλίδης
Αστέρης Πελτέκης
Γιάννης Οικονομίδης
Θάνος Κοντογιώργης
Ημέρες & ώρες παραστάσεων:
Πέμπτη, Παρασκευή στις 21:00
Σάββατο στις 18:30 & 21:00
Κυριακή στις 20:00
Διάρκεια: 75 λεπτά
Θέατρο Μικρό Άνεσις
Λεωφ. Κηφισίας 14, Αθήνα
Ακολουθήστε μας στο Google News
και ενημερωθείτε πρώτοι για τα νέα άρθρα του
Google News