Μας ταξίδεψε μέσα από τα έργα του σε τόπους μακρινούς, απρόσιτους, βγαλμένους από ιστορίες που μόνο, όποιος έχει βρεθεί εκεί μπορεί να διηγηθεί. Μας περιπλάνησε μέσα από την ποίησή του στις επτά θάλασσες. Είδαμε «μπάσες στεριές, ήλιους πυρούς και φοινικιές», μάς σύστησε τον «Γουίλι, τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί» και έλεγε πως θα μείνει πάντα «ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων»
Όλα αυτά και ακόμη περισσότερα ήταν ο Νίκος Καββαδίας.
Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 σε μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στην Κίνα, από γονείς Κεφαλλονίτες. Το 1914 με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια ήρθε στην Ελλάδα, στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επέστρεψε στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστράφηκε οικονομικά. Το 1921 γύρισε και πάλι στην Ελλάδα, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα. Εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά.
Το 1928 δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά την ίδια χρονιά αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του και αναγκάζεται να δουλέψει. Για μερικούς μήνες εργάζεται σε ναυτικό γραφείο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία, και τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, αποτυπώνει στο χαρτί τις εικόνες από τα μέρη που επισκέπτεται, τη ναυτική ζωή, τους ναυτικούς και τις σχέσεις τους με την πατρίδα τους, τη θάλασσα και τις γυναίκες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Μαραμπού» και εισαγωγικό σημείωμα του Καίσαρα Εμμανουήλ. Το βιβλίο τυπώνεται σε 245 αντίτυπα, στο τυπογραφείο του περιοδικού «Ο Κύκλος», με έξοδα του ίδιου.
«Ο ποιητής της θάλασσας»
Το 1939 παίρνει το δίπλωμα ασυρματιστή, αν και αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ακολουθεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, πηγαίνει στρατιώτης στην Αλβανία και στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μένει ξέμπαρκος στην Αθήνα. Ξαναμπαρκάρει το 1944 και ταξιδεύει αδιάκοπα ως ασυρματιστής σ’ όλο τον κόσμο.
Τον Ιανουάριο του 1947 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Πούσι» κι επανεκδίδεται, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, το εξαντλημένο «Μαραμπού» από τον Θανάση Καραβία, ο οποίος το Μάρτιο του 1954 θα κυκλοφορήσει και τη «Βάρδια», το μοναδικό πεζό του Νίκου Καββαδία.
Από το τελευταίο ταξίδι του επέστρεψε το Δεκέμβριο του 1974 και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, την οποία όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη.
Ανήκει στους ελάσσονες Έλληνες ποιητές όμως το κοσμοπολίτικο έργο του, είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ευρύ κοινό χάρη στον μεγάλο μουσικό Θάνο Μικρούτσικο που μελοποίησε ποιήματά του στον πασίγνωστο δίσκο του «Σταυρός του Νότου».
Η γυναίκα στη ζωή και το έργο του
«Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο. Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα» λέει ένας από τους στίχους στο ποίημα «Γυναίκα»
Η παρουσία της γυναίκας είναι έντονη στο έργο του Καββαδία. Αν απομόνωνε κανείς τους στίχους του, μπορεί να οδηγούνταν στο συμπέρασμα, ότι την απαξιώνει. Πώς, όμως, αυτό θα μπορούσε συμβεί, όταν ο ίδιος έλεγε, ότι μπορούσε από την αφή να καταλάβει τι εθνικότητας ήταν μία γυναίκα; Όχι, δεν τη μισεί τη γυναίκα σε καμία περίπτωση. Αντιθέτως, φαίνεται να την παρομοιάζει με τη θάλασσα, με τα μυστήριά της, αυτό το άγνωστο που πολλές φορές τρομάζει.
Οι σχέσεις του Καββαδία με το αντίθετο φύλο κινούνταν κυρίως στο επίπεδο του πληρωμένου έρωτα με ιερόδουλες στα λιμάνια των ταξιδιών του.
Εκτός από τις περιστασιακές συνευρέσεις του με ιερόδουλες δεν είναι γνωστή κάποια σχέση του Καββαδία με «στεριανή», με εξαίρεση τη Θεανώ Σουνά, μία 25χρονη, όμορφη φιλολόγο, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα, λίγο πριν από το τέλος της ζωής του.
Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε τον Καββαδία να της γράφει ερωτικά γράμματα και να της αφιερώσει δύο από τα ωραιότερα ποιήματά του: Τη «Fata Morgana»και το «Ερωτικό Γράμμα»
“Fata Morgana”
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
To ποίημα “Fata Morgana” μελοποίησε και ερμήνευσε ασύγκριτα η Μαρίζα Κωχ.
Το ερωτικό γράμμα
Στην Θεανώ είχε αφιερώσει και το “Ερωτικό Γράμμα”
Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο απόψε το Αιγαίο.
Το ίδιο κι εγώ.
Χθες δεν πρόλαβα να καθίσω στο τραπέζι κι ένα τηλέφωνο
με κατέβασε στο λιμάνι. Στις εφτά που σαλπάραμε, δεν
μπορούσα να περπατήσω από την κούραση. Η παρηγοριά μου
ήταν η «ώρα» σου. Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή
το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου.
Από δειλία και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας.
Είδα χθες, πολλές φορές την κοπέλα της πλώρης:
Τη λυσίκομη φιγούρα να σκοτεινιάζει, να θέλει να κλάψει.
Σα να ῾χε πιστέψει για πρώτη φορά ότι πέθανε, ο Μεγαλέξανδρος,
όμως το Καρχηδόνιο επίχρισμά του έμενε το ίδιο λαμπρό.
Με το αυτοκρατορικό κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός.
Βελούδο που σκεπάζει ιερὸ δισκοπότηρο.
Όστρακο ωκεάνιο αλμυρό. Κρασί βαθυκόκκινο που δίνει
δόξα στο κρύσταλλο. Πληγή απὸ κοπίδι κινέζικο.
Αστραπή. Βυσσινί ηλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα της πίστης μου.
Ανοιχτὸ σημάδι του έρωτά μου
Όνειρο και τροφή της παραφροσύνης μου
Σε αγκαλιάζω.
Κόλιας
«Πικρία»
Τρεις ημέρες πριν τον θάνατό του της έγραψε και της αφιέρωσε το ποίημα «Πικρία», το οποίο μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος και ερμήνευσε ο Γιάννης Κούτρας.
Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.
Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.
Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι
τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφράντζα
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο
Τη μαχαιριά που μου `δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και “Σε πονάει με τη νοτιά;” –Όχι από αλλού πονάω.
Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη
Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι,
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.
Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.
Στις 10 Φεβρουαρίου 1975 ο Νίκος Καββαδίας πεθαίνει… Στη στεριά. Αφήνει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης.
Η μεγάλη αναγνώριση του έργου του Νίκου Καββαδία ήρθε μετά θάνατον. Ποιήματά του μελοποίησαν ο Γιάννης Σπανός, η Μαρίζα Κωχ, ο Θάνος Μικρούτσικος, οι αδελφοί Κατσιμίχα, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης και άλλοι.
Διαβάστε επίσης:
«Σφάζονται» οι μετεωρολόγοι για την κακοκαιρία: Θα χιονίσει τελικά ή όχι;
Από πού προήλθε η φράση «τον μαύρο σου τον φλάρο» μέσα από ένα ξεκαρδιστικό βίντεο
Πώς η Τεχνητή Νοημοσύνη «χτυπά» τον καρκίνο του μαστού – Η νέα τεχνολογία
Ακολουθήστε μας στο Google News
και ενημερωθείτε πρώτοι για τα νέα άρθρα του
Google News