Κάθε ευνομούμενη και δημοκρατική, ευρωπαϊκή και μη, χώρα του δυτικού κόσμου, που δεν διακατέχεται από σύνδρομα θρησκευτικού σεξισμού, οφείλει να σέβεται και να προστατεύει εμπράκτως το θεσμό της οικογένειας, μέσα από την προστασία των μελών της από βίαιες, απάνθρωπες, σκληρές και άδικες μεταξύ τους συμπεριφορές.
Έκφανση αυτής της υποχρέωσης και ενδεχομένως η σοβαρότερη, είναι η απειλή βαρυτάτης τιμώρησης των δραστών τέτοιου είδους εγκλημάτων. Είναι, όμως, ικανό, από μόνο του ένα θεσμικό πλαίσιο, όσο αυστηρό κι αν είναι, να αποτρέψει τέτοια εγκλήματα; Αρκεί, άραγε;
Γράφει η Δικηγόρος Σοφία Νικολάου www.sofianikolaou.com
Γράφαμε πριν λίγους μήνες εδώ πως ο Νόμος του 2006 (Ν. 3500/2006) για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας είναι ένας από τους πλέον πρωτοποριακούς στην Ευρώπη. Προβλέπει, όχι μονάχα την προσπάθεια επίλυσης των ενδοοικογενειακών διαφορών, μέσω της εισαγγελικής συνδρομής, αλλά και την αυστηρή τιμώρηση των δραστών, σε περίπτωση αποτυχίας της. Είναι από τα λίγα θεσμικά πλαίσια πανευρωπαϊκά που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην ψυχολογία του μέλους που δέχεται κάθε μορφής βία μέσα στην οικογένεια και, μέσα από ένα αυστηρό πλαίσιο ποινών, δεν εξαναγκάζει μόνο σε συμμόρφωση, αλλά επιπλέον παραδειγματίζει.
Το 2011 υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. Καθυστερήσαμε αρκετά να προσαρμόσουμε το εθνικό μας δίκαιο στα οριζόμενα της Σύμβασης που, αν και δεν φέρνει τα πάνω – κάτω στην προστασία των απροστάτευτων μελών μιας οικογένειας, εντούτοις, είναι ένα ακόμη βήμα προς τα εμπρός, προς την επιθυμητή επικράτηση της ισονομίας των φύλων, όπως μου αρέσει να την αποκαλώ και της εξάλειψης οιουδήποτε είδους αδυναμίας, έστω νομικής εδώ, από το… αδύναμο φύλο.
Το πρώτο άρθρο του Νόμου 4531/2018 προσέθεσε ως νέο ποινικό αδίκημα την «πρόκληση ή παρότρυνση γυναίκας να υποβληθεί σε ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων»(!). Ακούγεται ξένο στην κουλτούρα και τη λογική μας. Αναλογιστείτε, όμως, την αθρόα προσέλευση προσφύγων, τις χώρες καταγωγής τους και τα ήθη και έθιμά τους, μερικά εκ των οποίων θα ήταν επιεικές να χαρακτηρίζαμε απλά «αποτρόπαια».
Με το ίδιο άρθρο 2 του Νόμου, ποινικοποιείται, μία διαδομένη στις μέρες μας «πρακτική», το αποκαλούμενο «stalking». «Η επίµονη, δηλαδή, καταδίωξη ή παρακολούθηση ενός ατόμου, όπως ιδίως µε την επιδίωξη διαρκούς επαφής µέσω τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού µέσου ή µε επανειληµµένες επισκέψεις στο οικογενειακό, κοινωνικό ή εργασιακό περιβάλλον αυτού, παρά την εκπεφρασµένη αντίθετη βούλησή του». Ακόμα κι αυτή η πρωτοποριακή διάταξη μπορεί να ακούγεται ως έναν βαθμό υπερβολική. Η ανάγκη, δηλαδή, να ποινικοποιηθεί το… φλερτ που ενδεχόμενα ξεπερνά τα όρια. Δυστυχώς, όμως, θα πρέπει να αναλογιστείτε πόσες γυναίκες μπορεί να είναι θύματα μίας τέτοιας «πρακτικής». Θεωρώ ορθή τη σπουδή του νομοθέτη.
Περαιτέρω, ήταν γνωστό μεταξύ των νομικών κύκλων, πως στις διατάξεις του προηγούμενου νόμου περί ενδοοικογενειακής βίας υπήρχε ένα κενό προστασίας. Ενώ, λοιπόν, θεωρούσε «μέλη της οικογένειας» και άρα αντικείμενα προστασίας όσα μέλη συνδέονταν με τα δεσμά του γάμου και τα κοινά τους τέκνα, άφηνε έξω από την αυξημένη προστατευτική του ισχύ όσους απλά συμβίωναν και είχαν ενδεχομένως μαζί τους τέκνα από άλλους γάμους. Ο Νόμος, δηλαδή, δεν προστάτευε τον έναν εκ των δύο συντρόφων που ήτο θύμα κακομεταχείρισης, αλλά μόνο στα πλαίσια των γενικότερων ποινικών διατάξεων περί σωματικών βλαβών, που περιελάμβαναν ευνοϊκότερο τιμωρητικό πλαίσιο. Αυτό το κενό καλύπτεται και υποκείμενα προστασίας είναι πλέον και όσοι απλά συμβιώνουν.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που επιλύει ο νέος Νόμος είναι η απονομή στο ποινικό Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως, ή στον Ανακριτή, ή στον αρμόδιο Εισαγγελέα, της δυνατότητας επιβολής περιοριστικών όρων κατά του δράστη, όπως ενδεικτικώς αναφέρονται στον Νόμο «η αποµάκρυνσή του από την οικογενειακή κατοικία, η µετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύµατος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας». Παρά το γεγονός ότι η απόφαση ενός Δικαστηρίου δεν σηματοδοτεί αυτομάτως την αδυναμία παραβίασής της, η παροχή, όμως, και μόνο, μίας… «φθηνής» λύσης στα θύματα, προκειμένου να έχουν στα χέρια τους μία γρήγορη δικαστική απόφαση, διά της οποίας δύνανται, κατά κάποιον τρόπο, να προστατευτούν, αλλά και να ζητήσουν αστυνομική συνδρομή, μόνο με την εκ νέου παρουσία του δράστη κοντά τους, είναι μία σημαντική βελτίωση.
Υπό το προηγούμενο καθεστώς και μέχρι να εκδοθεί απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, τα θύματα, τα οποία συνήθως ευρίσκοντο και σε οικονομική αδυναμία, αδυνατούσαν να ζητήσουν την αστυνομική συνδρομή, αν δεν διέπραττε εκ νέου εις βάρος τους ποινικό αδίκημα ο δράστης. Πολύ αργά, δηλαδή…
Σε κάθε περίπτωση, και παρά τις όποιες επί μέρους βελτιώσεις, ένα είναι βέβαιο: πως ένας Νόμος δεν φέρνει την Άνοιξη. Όσες πράξεις κι αν ποινικοποιηθούν, όσο προστατευτισμό κι αν παράσχει η Πολιτεία, εμείς είμαστε εκείνες που θα περιφρουρήσουμε την αξιοπρέπειά μας. Δεν υπάρχουν ντροπές. Δεν υπάρχουν πισωγυρίσματα. Ένα πρέπει να είναι το μότο: Την παράνομη συμπεριφορά, τη βίαιη, την άνανδρη, δεν την κρύβεις. Την καταγγέλλεις.
Ακολουθήστε μας στο Google News
και ενημερωθείτε πρώτοι για τα νέα άρθρα του
Google News