Λένε ότι ο έρωτας είναι απρόβλεπτος και μπορεί να έρθει εκεί που δεν τον περιμένεις. Τι γίνεται, όμως, όταν είσαι μια παντρεμένη γυναίκα και μητέρα κι ετοιμάζεσαι να τα βροντήξεις όλα για έναν έρωτα; Η αναγνώστρια θέλησε να μοιραστεί τη δική της ιστορία για να περιγράψει κυρίως, πώς στη ζωή της επαναλαμβάνεται το ίδιο έργο, μόνο που αυτή τη φορά η ίδια έχει τον ρόλο της μητέρας της, που είχε ορκιστεί πως δεν πρόκειται να της μοιάσει.
«Ήμουν 10 χρονών όταν οι γονείς μου ανακοίνωσαν σε εμένα και την αδελφή μου πως χωρίζουν… Σε εκείνη που ήταν τότε μόλις 7 ετών, οι λέξεις διαζύγιο, χωρισμός, ακούγονταν περίεργες. Για εμένα πάλι, δεν ήταν έκπληξη. Αν και ήμουν ακόμη μικρή, είχα – κατά έναν περίεργο τρόπο – καταλάβει πως κάτι δεν πηγαίνει καλά με τους γονείς μου. Κυρίως με τη μητέρα μου.
Δεν ξέρω τι, αλλά ένιωθα τότε ότι κάτι μου “κλώτσαγε” στην όλη συμπεριφορά της. Η περίοδος που ακολούθησε μετά το διαζύγιο ήταν περίεργη. Με την αδελφή μου μείναμε μαζί με τη μητέρα μας. Ο αποχωρισμός από τον πατέρα με τσακισε. Όλες οι στιγμές παιχνιδιού και ανεμελιάς που είχα ως παιδί, ήταν με εκείνον. Τη μητέρα μου τη θυμάμαι μονίμως μελαγχολική, θυμωμένη, να μας φωνάζει με το παραμικρό. Αν και ήμουν παιδί, ένιωθα σα να μην ήθελε να είναι μαζί μας, να μην ένιωθε καλά, να μην την ενδιαφέραμε.
Μετά το διαζύγιο πήγαμε και οι τρεις να μείνουμε με τη γιαγιά μας, η οποία ήταν χήρα και είχε ένα μεγάλο σπίτι. Αν και χώριζε και σε μια περίοδο που τα διαζύγια σε μία κλειστή, ειδικά κοινωνία, ήταν κάτι σαν “στίγμα”, να το πω, η μητέρα μου δεν έμοιαζε προβληματισμένη. “Ας λένε ό,τι θέλουν, δε με νοιάζει ο κόσμος, δεν ξέρουν αυτοί πώς περνούσα”, έλεγε ξανα και ξανά.
Η αλήθεια είναι πως αυτό τι “περνούσα” ποτέ δεν το κατάλαβα. Εγώ έβλεπα έναν πατέρα να νοιάζεται για εμάς, έναν σχεδόν αγαθό άνθρωπο. Βέβαια, δεν ήταν και ο πιο κοινωνικός τύπος και θυμάμαι τους τσακωμούς τους όταν ήταν καλεσμένοι κάπου και ο πατέρας μου πάντα αρνιόταν να πάει. “Δεν θα σε φάνε οι άνθρωποι” του λέγε κάθε φορά.
Και η αλήθεια είναι πως ποτέ δε ρώτησα τη μητέρα μου τι εννοούσε με το αυτό το “δεν ξέρουν πώς περνούσα”. Δεν ξέρω αν φοβόμουν την απάντηση ή δεν ήθελα να μάθω για τα δικά της συναισθήματα. Εξάλλου, ήμουν πολύ θυμωμένη μαζί της που άφησε το μπαμπά και μας άλλαξε τη ζωή χωρίς να μας ρωτήσει.
Λίγο καιρό μετά, ήρθε για εμένα η μεγάλη αποκάλυψη με τον χειρότερο τρόπο. Η γιαγιά μου έλειπε στο χωριό κι εγώ με την αδελφή μου ήμασταν στο μπαμπά. Όμως, είχα ξεχάσει στο σπίτι το βιβλίο για το σχολείο και ο μπαμπάς προσφέρθηκε να με πάει σπίτι να το πάρω. Ανέβηκα πάνω, χτύπησα την πόρτα και η μητέρα μου άνοιξε αναστατωμένη. Μπήκα μέσα και είδα έναν άγνωστο άνδρα.
“Ποιος είναι αυτός;” τη ρώτησα, αλλά ειλικρινά αν κι έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε, θυμάμαι τον εαυτό μου να μη θέλει να πάρει ειλικρινή απάντηση. “Ένας φίλος” είπε εκείνη και δε ρώτησα περισσότερα. Πήρα τα βιβλία μου κι έφυγα. Κατέβηκα τις σκάλες κλαίγοντας και ο μπαμπάς μου με ρώτησε τι είχα. Δεν ήθελα να το πω για να μην τον στεναχωρήσω.
Για να μην τα πολυλογώ, καιρό μετά (κι αφού είχε βγει το διαζύγιο), η μητέρα μου μας σύστησε αυτόν τον κύριο ως το σύντροφό της. Ως τον άνθρωπο που αγαπά και την κάνει ευτυχισμένη. Η αλήθεια είναι πως στη συμπεριφορά της μετά τον χωρισμό έβλεπα μεγάλες αλλαγές. Ήταν πολύ κοντά σε εμάς, γελούσε μαζί μας, έπαιζε. Αλλά ήμουν πολύ μικρή για να εξηγήσω αυτή την αλλαγή.
Εννοείται πως το νέο της σύντροφο ποτέ δεν τον αποδέχτηκα, ακόμη και όταν έγινε ο νέος μου πατριός. Τη μητέρα μου τη μίσησα. Παράτησε την οικογένειά της για έναν άλλον άντρα. Κάποια στιγμή, όταν ήμουν στην εφηβεία, θέλησε να μου εξηγήσει. Θέλησε να μου πει και τη δική της εκδοχή που τόσα χρόνια αρνιόμουν να ακούσω. Αλλά για ακόμη μία φορά της είπα πως δεν ήθελα να κάνω αυτή τη συζήτηση.
“Όταν μεγαλώσεις, κάποια στιγμή ίσως και να με καταλάβεις. Θα είμαι εδώ και πάντα θα σε περιμένω για να σου δώσω και τη δική μου εξήγηση”, μου είπε. “Σε Σιχαίνομαι, τ’ ακούς και ποτέ δεν θα γίνω σαν εσένα” ήταν τα λόγια μου προς εκείνη.
Τον επόμενο χρόνο έδωσα Πανελλήνιες και πέρασα σε μία άλλη πόλη. Κι αυτό ήταν το μεγάλο μου βήμα προς την ελευθερία και μακριά από τη μητέρα μου. Ως φοιτήτρια λίγες φορές πήγαινα στο σπίτι, ενώ μετά το τέλος των σπουδών βρήκα δουλειά στην άλλη πόλη κι έμεινα εκεί. Οι επισκέψεις έγιναν ακόμη πιο λίγες, ενώ και στο τηλέφωνο μιλούσαμε όλο και λιγότερο. Μου είχε πει κάποια στιγμή ότι όλο αυτό την πονούσε, αλλά δεν με ένοιαζε. Ήμουν ακόμη θυμωμένη μαζί της, ειδικά όταν έβλεπα τον πατέρα μου να μην έχει φτιάξει τη ζωή του.
Χρόνια μετά γνώρισα τον σύζυγό μου. Έμεινα έγκυος και αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Έρωτα μεγάλο δεν τον έλεγες. Δεν ήταν αυτός που σου παίρνει το μυαλό, αλλά ήταν ένας καλός άνθρωπος και μου θύμιζε σε πολλά το μπαμπά μου. Επιπλέον, ήθελα πολύ να αποκτήσω παιδιά και να γίνω για αυτά η μάνα που δεν είχα ποτέ. Με τον σύζυγό μου αποκτήσαμε δύο κορούλες.
Ήμασταν καλά μαζί, συνεννοούμασταν, αλλά μέσα μου ένιωσα ένα κενό. Σαν να λείπει ένα κομμάτι, αλλά δεν ήξερα ποιο ήταν αυτό για να το συμπληρώσω. Μέχρι που στη δουλειά μου ήρθε ένας νέος συνάδελφος. Από την αρχή ένιωσα μια περίεργη έλξη για εκεινον,την οποία δε μπορούσα να εξηγήσω. Με τον καιρό, κατάλαβα ότι αυτό ήταν ερωτικό. Μαζί του ένιωθα διαφορετικά. Ένιωθα συναισθήματα που δεν είχα ξανανιώσει, ούτε με το σύζυγό μου.
Προσπάθησα να απομακρυνθώ, να τον βγάλω από το μυαλό μου, αλλά δε μπορούσα. Κάθε φορά που ήμουν μαζί του, ξεχνούσα τα πάντα. Να είναι έρωτας; Πάθος; Τρέλα; Απερισκεψία; Ο, τι και αν ήταν, ήταν κάτι διαφορετικό. Και αργότερα έγινε ερωτικό. Και με τον καιρό δυναμώνει κι εγώ βρέθηκα να κάνω μια διπλή ζωή που με οδηγούσε σε απόγνωση. Αλλά δε μπορούσα να ζω άλλο στο ψέμα κι έπρεπε να πάρω μια απόφαση.
Να τερματίσω αυτή τη σχέση που με γέμιζε χαρά και ένιωθα συναισθήματα πρωτόγνωρα ή να αφήσω τον άνδρα και τις δύο μικρές μου κόρες. Ναι, το έργο επαναλαμβανόταν. Το έβλεπα μπροστά μου, μόνο που τώρα εγώ είχα άλλο ρόλο σε αυτόν… ήμουν η μητερα μου. Την πήρα τηλέφωνο και της είπα πως θα ταξιδέψω μέχρι την πόλη μας για να κάνουμε την κουβέντα που είχαμε αφήσει στη μέση.
Όπως κι έγινε. Αυτά που μου έλεγε, είναι αυτά που ένιωθα εγώ εκείνη τη στιγμή. Ναι, έγινα αυτό που σιχαινόμουνα, ίδια με τη μητέρα μου. Μεγάλωσα και την κατάλαβα όταν βρέθηκα στην ίδια θέση. Τη συγχώρησα και μετάνιωσα για τα χρόνια που άφησα να χαθούν… Αν και η ίδια με συμβούλευσε να μην αφήσω την οικογένειά μου, εγώ θέλω να διεκδικήσω την ευτυχία μου».
Ακολουθήστε μας στο Google News
και ενημερωθείτε πρώτοι για τα νέα άρθρα του
Google News