Πριν από περίπου 150 χρόνια, στις 8 Μαρτίου του μακρινού 1857, 20.000 εργαζόμενες σε εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, κατακλύζουν τους δρόμους της Νέας Υόρκης. Τα αιτήματά τους ανθρώπινα, αλλά τότε αδιανόητα: 10 ώρες εργασίας ημερησίως (από 16) και ίσες απολαβές με τους άνδρες. Η Αστυνομία απαντά με βία, οι εργοδότες τους με ομαδικές απολύσεις. Δύο χρόνια μετά, το πρώτο σωματείο γυναικών είναι γεγονός. Μέλη του αυτές οι «επαναστάτριες».
Το 1908, το σύνθημα «Ψωμί και Τριαντάφυλλα», δονεί και πάλι τους δρόμους της αμερικανικής μεγαλούπολης. 15.000 γυναίκες ζητούν λιγότερες ώρες δουλειάς, καλύτερους μισθούς κι επιτέλους… δικαίωμα στην πολιτική επιλογή… να ψηφίζουν.
Η Ελλάς πρέπει να φτάσει στον Απρίλη του 1892 για να δει απεργία με γυναικείο χρώμα: Οι εργαζόμενες των κλωστουφαντουργίων των αδερφών Ρετσίνα εναντιώνονται στη μείωση των μισθών τους από τα 80 στα 60 λεπτά(!). Οι γυναίκες αντιδρούν και ο Τύπος της εποχής καλύπτει με έκπληξη το γεγονός.
Το 1911 γιορτάζεται για πρώτη φορά η μέρα της γυναίκας, στις 8 Μαρτίου, στη μνήμη εκείνων των πρώτων ηρωικών γυναικών. Το 1977 ο ΟΗΕ, με ψήφισμά του, καθιερώνει τη συγκεκριμένη ημέρα ως Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας και της Διεθνούς Ειρήνης. Από τότε, μεσολαβούν μία Συνθήκη (η Συνθήκη του Άμστερνταμ) και 13 διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις – Οδηγίες, που διαμορφώνουν το θεσμικό πλαίσιο κατά της οιασδήποτε διάκρισης μεταξύ των ανθρώπων. Το ευρωπαϊκό νομικό οπλοστάσιο θωράκισε την τελευταία πεντηκονταετία τα εργασιακά δικαιώματα των γυναικών. Θέσπισε κανόνες για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, στον ίδιο τον χώρο εργασίας και απαγόρευσε ρητώς και κατηγορηματικώς τις διακρίσεις για τις έγκυες γυναίκες, τις θηλάζουσες και όρισε κανόνες για τις άδειές τους.
Ήδη, όσοι/όσες διαβάζετε αυτές τις γραμμές, κάνατε το μοιραίο λάθος: θεωρήσατε λογικό να έχει υπάρξει νομοθεσία που επιβεβαίωσε το αυτονόητο. Ότι απαιτήθηκε ο νομοθέτης να θεσπίσει κανόνες, ώστε να τηρούνται όσα θα έπρεπε να τηρούνται, χωρίς να απαιτείται η μεσολάβηση του νομικού θετικισμού. Γιατί άραγε να πρέπει να γράψουμε σε κάποιον νόμο ότι όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στον νόμο, απέναντι στις ευκαιρίες, απέναντι στη ζωή;
Είναι δεδομένο πως, όπου δεν μπορεί να παρέμβει η κοινωνία, σε μια φιλελεύθερη κοινωνία, παρεμβαίνει ο νομοθέτης. Όταν, όμως, αυτή η ανισορροπία είναι κοινωνική, η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν επαρκεί για να επουλώσει την πληγή και να κλείσει το χάσμα. Ακόμα και η φιλελεύθερη Δύση εμφανίζει δυστοκία στην εξίσωση των φυλετικών διακρίσεων: Περίπου 64% των γυναικών της έχουν πρόσβαση σε πλήρες ωράριο εργασίας, έναντι του 72% των ανδρών. Στην Ελλάδα της κρίσης και της ανεργίας, τα ποσοστά είναι αποκαρδιωτικά: Λιγότερες από τις μισές γυναίκες της παραγωγικής ηλικίας έχουν την τύχη να έχουν δουλειά με πλήρες ωράριο εργασίας.
Όταν φτάνουμε, δε, στις μισθολογικές διαφορές, τηρουμένων των αναλογιών, δεν φαίνεται να απέχουμε πολύ από τις συνθήκες του 1857: Οι γυναίκες εργαζόμενες είναι υποαμειβόμενες εν σχέσει προς τους άνδρες, ακόμα και όταν η σύγκριση αφορά θέσεις εργασίας με τα ίδια τυπικά προσόντα. Ακόμα και στη Μέκκα του καπιταλισμού και του ονείρου της ευκαιρίας, τις Η.Π.Α., οι γυναίκες φαίνεται να υπολείπονται σημαντικά έναντι των ανδρών, τόσο από άποψη μισθολογικού ύψους, όσο και αναφορικά με το θέμα της ταχύτητας της μισθολογικής ανέλιξης.
Η αδικία και η ανισότητα είναι φαινόμενα πολυπαραγοντικά. Σε κάθε τομέα της ζωής και, φυσικά, σε κάθε είδους διάκριση. Ξεκινά με βάση τα ιστορικά δεδομένα και την πορεία του ανθρώπινου γένους, αφήνει κατάλοιπα και δημιουργεί στερεότυπα με τόσο στέρεες βάσεις, που μερικές φορές η αποκαθήλωσή τους ομοιάζει με βουνό. Η έλλειψη εκπαίδευσης και κοινωνικής μόρφωσης συντείνει στον κλειστοφοβισμό και στην αναπαραγωγή κακών προτύπων, που φωλιάζουν στην κοινωνική συνείδηση και μορφώνουν τερατογενέσεις.
Στις διακρίσεις, όμως, εις βάρος των γυναικών, νομίζω είναι και κάτι ακόμα. Είναι η εγγενής αδυναμία μας να πιστέψουμε στους εαυτούς μας. Είναι ο μορφασμός ανησυχίας όταν θα ακούσουμε στο αεροπλάνο ότι μια γυναίκα βρίσκεται στο πιλοτήριο, ή όταν θα δούμε στο ταξί γυναίκα οδηγό. Είναι η εμμονή μας να αυτοαποκαλούμαστε το ωραίο, αλλά ασθενές φύλο. Είναι αυτός ο κοινωνικός ρατσισμός, αυτός ο αντιφεμινισμός που ξεκινάει από εμάς και δυστυχώς ασυναίσθητα καταλήγει σε εμάς.
Πάνω απ’ όλα, πρέπει να σπάσουμε τις εσωτερικές μας αλυσίδες. Αυτές που μας κρατούν αιχμάλωτες των δικών μας ιδεοληψιών. Μετά πρέπει να πειστούμε πως η φροντίδα της οικογένειας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επαγγελματική μας ισορροπία. Και τέλος, να βεβαιώσουμε τους εαυτούς μας πως η φυσική δύναμη του αντίθετου φύλου δεν τους χορηγεί αυτομάτως πλεονέκτημα, αλλά ισοσκελίζει τα μειονεκτήματά τους απέναντί μας.
Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό της 8ης Μαρτίου 1857, εκείνες οι γυναίκες ξεπέρασαν τους εσωτερικούς και εξωτερικούς φραγμούς τους και στάθηκαν εμπόδιο στην συνέχιση της ανισότητας. Αντιμετωπίστηκαν με βία, αλλά έμειναν στην ιστορία και κέρδισαν για όλες μας. Η κάθε μία πρέπει να στήσει το δικό της οδόφραγμα στα μικρά και καθημερινά. Και όλες μαζί, θα μείνουμε στην ιστορία. Και θα κερδίσουμε!
Από τη Σοφία Νικολάου www.sofianikolaou.com
Ακολουθήστε μας στο Google News
και ενημερωθείτε πρώτοι για τα νέα άρθρα του
Google News