Έφυγε το απόγευμα του Σαββάτου από τη ζωή η κορυφαία Ελληνίδα ποιήτρια Κική Δημουλά σε ηλικία 89 ετών.
Το βράδυ του περασμένου Σαββάτου η Κική Δημουλά μεταφέρθηκε εσπευσμένα σε ιδιωτικό θεραπευτήριο των βορείων προαστίων και εισήχθη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Η 89χρονη σπουδαία ποιήτρια παρέμενε σε μηχανική υποστήριξη της αναπνοής έπειτα από σοβαρή λοίμωξη του αναπνευστικού που υπέστη.
Η σπουδαία ποιήτρια έφυγε από τη ζωή αφήνοντας ένα τεράστιο κενό, μια ανείπωτη απώλεια στα ελληνικά γράμματα.
H υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είναι οδυνηρή για όλους μας η απώλεια της Κικής Δημουλά, ενός ανθρώπου τόσο οικείου και αγαπητού, μιας γυναίκας που μετέτρεψε την καθημερινότητα σε ποίηση και που αφηγήθηκε το προσωπικό με τόσο άμεσο τρόπο, ώστε να αγγίζει το συναίσθημα όλων, ακόμη και εκείνων που δεν αφήνονται συχνά στην Ποίηση.
Γίνεται πιο οδυνηρή η απώλειά της, επειδή η Κική Δημουλά κατόρθωσε να δαμάσει το λόγο και να μιλά με λέξεις κοινές, καθημερινές, για τη μνήμη, την απώλεια, την αγωνία, τη φθορά, τον χρόνο, για όσα χάνονται ηθελημένα. Και μέσα από αυτήν, την «εσωτερικού χώρου» ποίησή της, άνοιξε ένα μεγάλο παράθυρο στην ψυχή της, αφήνοντας να εισέλθουν χιλιάδες αναγνώστες που ταυτίστηκαν με τους στίχους της.
Πέρα από τα ποιήματα της, η ανεκτίμητη προσφορά της ήταν ότι έστρεψε ξανά ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού προς την ποίηση. Το οδήγησε να ανακαλύψει έναν διαφορετικό τρόπο γραφής, μιαν άλλη γλώσσα. Χάδευε με βελούδινη ματιά τα μικρά κι ασήμαντα δίνοντας τους πνοή. Μια ηρεμία ψυχής μας χάρισε η Κική Δημουλά κι ακόμη μια χαρμολύπη ευεργετική.
Η Κική Δημουλά, ποιήτρια, ακαδημαϊκός, δεν έβαλε μόνο την ποίηση ξανά στη ζωή μας. Μας χάρισε την απόλαυση μιας ποιητικής έκφρασης ευαίσθητης, μοναδικής, λεπτής και ανεπανάληπτης. Έλεγε πως το μόνο που δεν καταλάβαινε από τη ζωή είναι γιατί πεθαίνουμε. Γι΄ αυτό, «στον χωρισμό μήτε αντίο μήτε φιλί».
Ποια ήταν η Κική Δημουλά
Η Κική Δημουλά γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1931 στην Αθήνα. Το πατρικό της όνομα ήταν Βασιλική Ράδου. Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1956) και την Έλση (1957).
Εργάστηκε σαν υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 έως και το 1973. Διετέλεσε πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών).
Τιμήθηκε το 1972 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ισπανικά, στα Ιταλικά, στα Πολωνικά, στα Βουλγαρικά, στα Γερμανικά και στα Σουηδικά.
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα:
«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».
Το 2001, τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρότου Tάγματος της Tιμής από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Από το 2002 έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην οποία κατέλαβε την έδρα των γραμμάτων που είχε μείνει κενή μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Βρεττάκου — η τρίτη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδημίας (μετά τις Γαλάτεια Σαράντη και Αγγελική Λαΐου).
Το 2009 τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας (Prix Européen de Littérature), για το σύνολο του έργου της, ενώ το 2010 τιμήθηκε και με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
Θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαίγμων διάθεση.
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα βουλγαρικά, τα γερμανικά και τα σουηδικά. Αποσπάσματα του έργου της έχουν συμπεριληφθεί στα σχολικά διδακτικά βιβλία.
Google News