Ήταν αυτός, πάνω στον οποίο πάτησαν όλοι οι αγαπημένοι κωμικοί ηθοποιοί του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου από το 1950 και έπειτα. Οι ερμηνευτικοί του κώδικες ήταν γι΄αυτούς κάτι σαν «Ευαγγέλιο» που παρακολουθούσαν με σπουδή προσπαθώντας να τους αντιγράψουν, ενώ ο “τύπος” του ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς.
Δεν είναι τυχαίο μάλιστα πως έλεγαν πως «έπαιζαν κωμωδία ακόμη και τα κορδόνια των παπουτσιών του», ενώ ο Δημήτρης Χορν είχε πει: «Αν δεν υπήρχε το εμπόδιο της γλώσσας, θα είχε αναγνωριστεί από όλο τον κόσμο ως ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής μας».
Ο λόγος για τον ανεπανάληπτο κωμικό ερμηνευτή, Βασίλη Λογοθετίδη που «έφυγε» από τη ζωή σαν σήμερα, στις 20 Φεβρουαρίου 1960. Έζησε τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1915 αποφοίτησε από το Ζωγράφειο Γυμνάσιο και τον επόμενο χρόνο εμφανίσθηκε ερασιτεχνικά σε θεατρική σκηνή της Κωνσταντινούπολης κάνοντας μεγάλη εντύπωση. Το 1918 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο κάνει την εμφάνισή του ως επαγγελματίας πλέον ηθοποιός με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη με τον οποίο και συνεργάσθηκε μέχρι το 1935 όταν για μια μόνο θεατρική περίοδο δημιούργησε ο ίδιος θίασο συνεταιρικά με την Αλίκη και τον Κώστα Μουσούρη.
«Δεν μου περνούσε ποτέ απ’ την ιδέα ότι εγώ είμαι κωμικός. Έφυγα από την Πόλη, που παίζαμε τότε ερασιτεχνικώς εγώ μαζί με τον Παντόπουλο, τον Αυλωνίτη και μερικούς άλλους κ’ ήρθα στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Τότε ο θίασος είχε κωμικό τον Βασίλη τον Αργυρόπουλο. Εγώ πήγαινα για δραματικός ηθοποιός… Εδώ που τα λέμε δεν το χώνευα το «κωμικικλήκι». Δεν το θεωρούσα είδος θεατρικό, βρε αδερφέ! Μ’ αρέσανε οι δραματικοί ρόλοι. Όταν η Μαρίκα μου ‘δωσε να παίξω τον πρώτο κωμικό ρόλο έγινα έξω φρενών και κόντεψα να φύγω από τη δουλειά! Ηπείλησα παραίτησι! Κατ’ ουδένα τρόπον δεν παραδεχόμουνα να βγαίνω στη σκηνή και να βλέπω τον κόσμο να γελά μαζί μου!» είχε πει σε συνέντευξή του, το 1929.
Μετά το τέλος της περιόδου εκείνης επανήλθε στο θίασο της Κοτοπούλη παραμένοντας μέχρι το 1946. Κατά τη θερινή περίοδο του 1947 συνεργάσθηκε με την Κατερίνα Ανδρεάδη και τον χειμώνα του ίδιου έτους συγκρότησε αποκλειστικά δικό του θίασο.
Στη διάρκεια της λαμπρής και πλούσιας σε επιτυχίες θεατρικής σταδιοδρομίας του έπαιξε σε περισσότερα από 200 ξένα θεατρικά έργα μεταξύ των οποίων στο Αρσενικό και παλιά δαντέλλα του Κέσσερλινγκ, στο Έξυπνοι και κουτοί του Γκάρσον Κάνιν, στην κωμωδία του Σαίξπηρ Όπως σας αρέσει, στο Βολπόνε του Μπεν Τζόνσον, στο Γαμπρός του κ. Πουαριέ του Ωζιέ, στο Κνοκ του Ζυλ Ρομαίν κ.ά. καθώς επίσης και σε περισσότερες από 110 κωμωδίες Ελλήνων συγγραφέων (Δημήτρη Ψαθά, Αλέκου Σακελλάριου, Χρήστου Γιαννακόπουλου, Σπύρου Μελά, Γεώργιου Ρούσσου κ.α.).
Ανάμεσά τους: “Ένας ήρως με παντούφλες”, “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”, “Ένας βλάκας και μισός”, “Ο φαταούλας” κ.α.[1]
Ήταν και από τους πρώτους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, όπου πρωτοεμφανίζεται το 1933, σε ταινίες που σχεδόν σε όλες πρωταγωνιστεί. Σε πολλές από τις ταινίες του συμπρωταγωνιστούσε η σύντροφός του Ίλυα Λιβυκού. Σταθμός στην καριέρα του υπήρξε η παράσταση «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται», η οποία σημείωσε τεράστια επιτυχία και αποτέλεσε την αφορμή για να πάρει την απόφαση να ανεξαρτητοποιηθεί και να γίνει θιασάρχης το 1947.
Από τότε αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη νεοελληνική φαρσοκωμωδία με σημαντικές επιτυχίες, όπως «Ένας βλάκας και μισός», «Φαταούλας» του Δημήτρη Ψαθά, «Δεσποινίς ετών 39», «Ένας ήρωας με παντούφλες» των Σακελλάριου-Γιανακόπουλου και άλλα.
Το μοναδικό υποκριτικό του ταλέντο αποτυπώθηκε σε έντεκα ταινίες, με πρώτη εμφάνιση το 1933 στην ταινία «Ο Κακός Δρόμος», η οποία ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία, πλάι στην Μαρίκα Κοτοπούλη. Στην Φίνος Φιλμ, αν και έπαιξε μόνο σε δύο ταινίες, οι ερμηνείες του άφησαν εποχή. Η πρώτη, το 1948 στο έργο «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» – μεταφορά της θεατρικής επιτυχίας – και η άλλη το 1955 στο έργο «Ούτε γάτα ούτε Ζημιά», όπου ερμηνεύει τον ρόλο του άπιστου συζύγου, Λαλάκη.
Το 1957 ανέλαβε καλλιτεχνική περιοδεία στις ΗΠΑ με σκοπό τη καθιέρωση συστηματικής επαφής μεταξύ των θεάτρων όλων των χωρών της γης, δίνοντας παραστάσεις σε οκτώ πόλεις των ΗΠΑ όπου και θριάμβευσε. Κατά δε την υποδοχή του στη πόλη Πίτσμπουργκ, ο δήμαρχος της πόλης του παρέδωσε το χρυσό κλειδί της πόλης, τιμή που δεν έχει ξαναγίνει σε Έλληνα ηθοποιό. Ακριβώς σε αναγνώριση της συμβολής του αυτής για την πρόοδο της ελληνικής θεατρικής τέχνης και παρουσίας σε διεθνές κοινό, ο Βασιλιάς Παύλος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος. Νωρίτερα (1952), είχε τιμηθεί και με το Έπαθλο Ξενόπουλου.
Ο θάνατός του
Το 1957 είχε πάθει έμφραγμα και παρά τις συστάσεις των γιατρών συνέχιζε κανονικά τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Πέθανε στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο το απόγευμα του Σαββάτου 20 Φεβρουαρίου 1960 σε ηλικία 62 ετών, ενώ ετοιμαζόταν να πάει στο θέατρο του. Την ώρα που ξυριζόταν, έπαθε καρδιακή προσβολή. Η οικιακή βοηθός άκουσε έναν ασυνήθιστο θόρυβο και έτρεξε στο μπάνιο, όπου τον βρήκε νεκρό. Είχε εξομολογηθεί στους φίλους του ότι θα ήθελε να πεθάνει στο θέατρο.
Η είδηση του θανάτου του έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες όχι μόνο γιατί χάθηκε ένας από τους μεγαλύτερους κωμικούς της γενιάς του, αλλά και γιατί ο Βασίλης Λογοθετίδης ενσάρκωνε αυτόν ακριβώς τον μέσο μεταπολεμικό νεοέλληνα μικροαστό που έβγαινε από τη μιζέρια και προχωρούσε προς μια ελπιδοφόρα ανάπτυξη.
Μετά από εντολή του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας και συνέρρευσε τεράστιο πλήθος 50.000 Αθηναίων. Τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο. Ήταν άγαμος και δεν είχε στενούς συγγενείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ελλείψει συγγενών, τα συλλυπητήρια των παρευρισκομένων μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία δέχονταν οι συνάδελφοί του ηθοποιοί.
Ακολουθήστε μας στο Google News
και ενημερωθείτε πρώτοι για τα νέα άρθρα του
Google News