Η Αγγελική Νοέα είναι μια νέα ηθοποιός που αυτή την περίοδο πρωταγωνιστεί στο «ΓΚΟΥΝΤ ΛΑΚ» του Βασίλη Κατσικονούρη -που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο θέατρο Radar.
Ο συγγραφέας αρκετά χρόνια μετά το πολύ γνωστό του “Καλιφόρνια Ντρίμινγκ”, με την ίδια φρεσκάδα, ταμπεραμέντο και χιούμορ, μας παραδίδει το Γκουντ Λάκ.
Η ιστορία ξεκινά να διαδραματίζεται το 1996 και φτάνει μέχρι την έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας το 2004. Χρόνια καθοριστικά σε σχέση με την Ελλάδα του σήμερα.
Με αφορμή την παράσταση αυτή εμείς μιλήσαμε με την Αγγελική Νοέα…
Πρώτα απ΄όλα μίλησε μας για το «δύσκολο» επίθετο σου; Από που είσαι;
Γεννήθηκα στην Αθήνα και κατάγομαι από την Κρήτη και τη Μάνη. Το Νοέα είναι επώνυμο μανιάτικης προέλευσης, όπως σχεδόν όλα τα επώνυμα με την κατάληξη -εας. Είναι το πατρικό της μανιάτισσας γιαγιάς μου Ευσταθίας το οποίο “έκλεψα” και χρησιμοποιώ στο θέατρο.
Τι σε οδήγησε στην υποκριτική και ποιες είναι οι θεατρικές σου σπουδές;
Δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ να περιγράψω με λόγια τι είναι αυτό που με οδήγησε στην υποκριτική, διότι το αντιλαμβάνομαι περισσότερο ως αίσθηση. Σίγουρα υπήρχαν αρκετά ερεθίσματα από το περιβάλλον κι αυτό μου έδωσε μία ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση. Από παιδί είχα ενασχόληση με το αντικείμενο κάνοντας θεατρικό παιχνίδι και μετά ως έφηβη ήμουν σε θεατρική ομάδα, για να καταλήξω αργότερα μετά από φαινομενικά άσχετες διαδρομές να φοιτώ στη δραματική σχολή. Όλοι βρίσκουμε έναν τρόπο για να προσεγγίσουμε τον κόσμο και τα πράγματα. Για μένα ο τρόπος αυτός είναι το θέατρο. Είμαι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Ποιους θεωρείς ως μέντορές σου;
Μέχρι στιγμής δεν είχα κάποιον μέντορα. Όμως έχουν υπάρξει άνθρωποι που με το καλλιτεχνικό τους έργο, τη στάση τους και την ύπαρξη τους ολόκληρη με έχουν εμπνεύσει και μου έχουν δείξει δρόμους που ούτε καν είχα φανταστεί ότι μπορεί να υπάρχουν. Σίγουρα ένας απ αυτούς υπήρξε ο καθηγητής μου Σπύρος Σακκάς.
Τι σε γοητεύει στο Γκουντ Λακ;
Αυτό που με γοητεύει στο “Γκούντ Λακ” όπως και στα περισσότερα έργα του Β. Κατσικονούρη, είναι η προσέγγιση των χαρακτήρων. Τόσο ειλικρινής, απλή και καθαρή, που σου επιτρέπει να παρακολουθήσεις τα βαθύτερα επίπεδα των καταστάσεων που βιώνουν οι ήρωες χωρίς περιττές φιοριτούρες. Το “Γκούντ Λακ” είναι ένα εύστοχο παράδειγμα του πως φτάσαμε εδώ που φτάσαμε ως χώρα. Η “κρυφή” πολιτική διάσταση που παίρνει το κείμενο, ήταν για μένα ισχυρό κίνητρο για να καταπιαστώ με αυτό. Γιατί όπως λέμε και στην παράστασή μας, “Τα σπουδαία όνειρα, αστεία καίγονται”.
Ποιος είναι ο ρόλος της Ελένης στο Γκουντ Λακ;
Η Έλενα είναι η τραγουδίστρια του συγκροτήματος “Γκουντ Λακ”, κοπέλα του ‘Αλκη και φίλη (ίσως όχι μόνο) του Γιάννη, επίσης μελών του συγκροτήματος.
Σκιαγράφησε τον χαρακτήρα σου…
Είναι μία νέα κοπέλα γύρω στα εικοσιπέντε, γεμάτη όνειρα και φιλοδοξίες, τα οποία αφελώς προσπαθεί να κυνηγήσει μέσω ενός ανεκδιήγητου μάνατζερ ονόματι Μιτς. Το πιο ενδιαφέρον για μένα στον χαρακτήρα της Έλενας, είναι η αντίθεση του δυναμισμού και της ευαισθησίας της. Φέρει κάτι αυτό το κορίτσι, μία πληγή για τα χαμένα όνειρα, την οποία ίσως απλά να την έχει κληρονομήσει. Έτσι τουλάχιστον τη συναντάμε το 1996. Το πως τη συναντάμε οχτώ χρόνια μετά, στην Ελλάδα του 2004 και των Ολυμπιακών δεν θα το προδώσω, θα το μάθετε στην παράσταση …
Μίλησε μας για τη συνεργασία σου με τον Ερρίκο Λίτση
Η χαρά μου για τη συνεργασία μου με τον Ερρίκο Λίτση είναι μεγάλη. Οι ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη μέσα από τις οποίες τον γνωρίσαμε όλοι έχουν υπάρξει αναμφισβήτητα μέρος της εφηβείας μου, οπότε συναισθηματικά και μόνο η ιδέα αυτής της συνεργασίας με έκανε χαρούμενη. Πρακτικά τώρα, ο Ερρίκος είναι ένας πολύ έμπειρος και δοτικός συνεργάτης που σε αντιμετωπίζει ως ίσος προς ίσο. Επίσης είναι ένας πολύ γλυκός άνθρωπος με χιούμορ. Όλα αυτά τα καθόλου δεδομένα, καλά στοιχεία, δημιούργησαν μία εποικοδομητική συνεργασία.
Βασίλης Κατσικονούρης: Τι έχεις να πεις γι’ αυτή τη γνωριμία; Ηξερες τα έργα του;
Μόνο καλά έχω να πω για τη γνωριμία μου με τον κ. Κατσικονούρη. Ένας επίσης πολύ γλυκός και δοτικός άνθρωπος με που σε κάνει να χαμογελάς. Η διακριτικότητα και η φροντίδα με την οποία υπήρξε κοντά μας κατά τη διάρκεια των προβών ήταν πραγματικά συγκινητική. Είχα μελετήσει τα κείμενα του κυρίως κατά τη διάρκεια των σπουδών μου. Αυτό που με γοητεύει πέρα από την καθαρότητα της προσέγγισης των χαρακτήρων που ανέφερα, είναι τα “παράθυρα” που ανοίγουν ξαφνικά μέσα στη ροή της ρεαλιστικής δράσης και σε μεταφέρουν σε έναν τόπο απόλυτα ποιητικό. Υπάρχει στα κείμενα αυτά μία σύνδεση με τις ρίζες, με τη μνήμη. Μεγάλη μου χαρά και τιμή που είχα την ευκαιρία να καταπιαστώ με ένα από αυτά.
Πώς αισθάνεσαι ως νέα ηθοποιός στον θεατρικό στίβο; Μπορεί ένας νέος ηθοποιός να ζήσει από την υποκριτική;
Χαίρομαι για ό,τι έχω καταφέρει στα λίγα χρόνια που δουλεύω στο θέατρο και σε γενικές γραμμές προσπαθώ να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο. Όμως οι συνθήκες είναι αντικειμενικά αντίξοες όχι μόνο στον θεατρικό στίβο, που είναι ξεκάθαρα ένα καθόλου εύκολο πεδίο, αλλά στον επαγγελματικό γενικότερα, ειδικά για έναν νέο άνθρωπο στην Ελλάδα της εποχής μας. Υπάρχουν νέοι συνάδελφοι που βιοπορίζονται από την υποκριτική και ανά περιόδους έχει συμβεί και σε μένα, όμως αυτές είναι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα του ότι από την υποκριτική δυστυχώς δεν “ζεις”. Προφανώς είναι τρομερά οξύμωρο το να επιμένει κάποιος να καταβάλει τον χρόνο του και την ενέργεια του χωρίς να έχει τις απολαβές που αντιστοιχούν σε όλο αυτό. Ο καθένας όμως κάνει τις επιλογές του και σίγουρα είναι άξιο παρατήρησης το πως είναι δυνατόν οι άνθρωποι που είμαστε σε αυτό το επάγγελμα, να κάνουμε τόση προσπάθεια παρόλες τις αντιξοότητες.
Η εξωτερική εμφάνιση πιστεύεις πως σήμερα είναι εισιτήριο για επιτυχία;
Η ομορφιά ήταν ανέκαθεν άξια θαυμασμού. Για να υπάρξει ισορροπία όμως, δεν μπορεί φυσικά να υποτιμάται αλλά ούτε και να υπερεκτιμάται. Μία ωραία εικόνα έχει πάντα δύναμη, όμως αν δεν υπάρχει κάτι πέρα απ αυτό, εξασθενεί σύντομα.
Ποιος είναι ο θεατρικός σου στόχος για το 2020;
Πέρα απ το να συνεχιστεί το “Γκούντ Λακ” με επιτυχία, θα ήθελα να έχω την ευκαιρία να κάνω μία καλοκαιρινή περιοδεία και να παίξω σε ανοιχτά θέατρα.
Ιnfo:
Σκηνοθεσία: Μαργαρίτα Γερογιάννη
Μουσική Επιμέλεια: Βασίλης Κατσικονούρης-Μαργαρίτα Γερογιάννη
Σκηνογραφία-Ενδυματολογία-Φωτισμοί: Μαργαρίτα Γερογιάννη-Αναστασία Δαφερέρα
Κίνηση: Αγγελική Νοέα
ΕΡΜΗΝΕΥΟΥΝ ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ:
Μητς: Ερρίκος Λίτσης
Γιάννης: Γιάννης Διακάκης
Άλκης: Άλκης Μπακογιάννης
Έλενα: Αγγελική Νοέα
ΘΕΑΤΡΟ RADAR: Πλατεία Αγίου Ιωάννη και Πυθέου 93 – Αθήνα, Στάση Μετρό ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Παραστάσεις: Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:00
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100 λεπτά με διάλειμμα
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ: viva.gr
ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ: 15 € κανονικό και 12 € μειωμένο
Google News