Μίκης Θεοδωράκης: ένα όνομα, μία ιστορία. Ο σημαντικότερος Έλληνας μουσικοσυνθέτης πέθανε σήμερα, 2 Σεπτεμβρίου, με την απώλειά του να αφήνει πραγματικά φτωχότερο τον ελληνικό πολιτισμό και σκορπώντας τη θλίψη σε όλους τους Έλληνες που μεγάλωσαν μαζί του και διδάχτηκαν από το τεράστιο έργο του.
Αλήθεια, τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από μία παρουσία στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό – και όχι μόνο- που έχει αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στα σπουδαιότερα έργα όλων των εποχών.
Έχει διατελέσει υπουργός και τέσσερις φορές εκλεγμένος βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου με το Κ.Κ.Ε και την Ν.Δ, ενώ παράλληλα ήταν ακτιβιστής τιμημένος με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν το 1983.
Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του (ανώτερος δημόσιος υπάλληλος) πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας: Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929), Ιωάννινα (1930-1932) Αργοστόλι (1933-1936), Πάτρα (1937-1938), Πύργο (1938-1939) και Τρίπολη (1939-1943).
Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ανακαλύψει την αγάπη του για τη μουσική κι έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις, ενώ το 1942 εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης. Το 1943 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, συνεχίζοντας τις μουσικές του σπουδές, με δάσκαλο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Παράλληλα, ανέπτυξε αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ, ενώ συνελήφθη από τους Ιταλούς και στη φυλακή γνώρισε το έργο του Μαρξ.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) εξορίστηκε πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Οι πολιτικές του διώξεις δεν ανακόπτουν το δημιουργικό του έργο. Συνθέτει έργα «κλασσικής» μουσικής και στις 5 Μαρτίου 1950 παρουσιάζεται στο θέατρο «Ορφέας» της Αθήνας το πρώτο του έργο, «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1946), από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με μαέστρο τον δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη.
Το 1953 παντρεύτηκε τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα, ενώ το 1959 του απονέμεται το βραβείο «Κόπλεϋ» για τον καλύτερο Ευρωπαίο συνθέτη της χρονιάς.

Μελοποίησε τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου σε ένα απόγευμα
Ένα βράδυ του 1958, ενώ περιμένει τη γυναίκα του στο αυτοκίνητο, διαβάζει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου κι επί τόπου μελοποιεί τα πρώτα οκτώ ποιήματα. Το 1960 θα ηχογραφηθούν για πρώτη φορά με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Είναι η εποχή, που ο Θεοδωράκης περνάει στο χώρο του τραγουδιού και «παντρεύει» τους λαϊκούς ρυθμούς, τα λαϊκά όργανα, τους λαϊκούς τραγουδιστές και την ποίηση των κορυφαίων εκπροσώπων της γενιάς του ’30 (Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος κ.ά.).
Από τα έργα του εκείνης της περιόδου ξεχωρίζουν τα: «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία Α’ και Β’», «Επιφάνεια», «Μαουτχάουζεν», «Άξιον Εστί». Επίσης, θα γράψει μουσική για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς» (1964) και για δύο θεατρικές παραστάσεις που σημάδεψαν τη δεκαετία του ’60, τη «Μαγική Πόλη» και τη «Η γειτονιά των Αγγέλων». Το 1963, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ.
Οι διώξεις και η εξορία
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 ξεκίνησε ένας νέος κύκλος διώξεων και εξοριών για τον συνθέτη, που θα τελειώσει το 1970 με την αμνηστία που θα του χορηγηθεί, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Χανς Άισλερ.
Ο Μίκης θα φύγει στο εξωτερικό και θα δώσει δεκάδες συναυλίες εναντίον των συνταγματαρχών, που θα τον κάνουν παντού γνωστό ως σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.
Την περίοδο της Μεταπολίτευσης γνώρισε ευρεία αποδοχή και η μουσική του. Έγινε σημείο αναφοράς μιας νέας περιόδου για την Ελλάδα και ταυτόχρονα θα παραμείνει σύμβολο για τους αγωνιστές πολλών χωρών ενάντια σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Πολλά από τα έργα που έγραψε κατά τη διάρκεια της επταετίας θα εκδοθούν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης («Ο ήλιος και ο χρόνος», «Τα Λαϊκά», «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Λιανοτράγουδα», «Κάντο Χενεράλ», «Επιφάνεια Αβέρωφ» και πολλά άλλα), ενώ σταδιακά θα αρχίσει η ηχογράφηση και η έκδοση των συμφωνικών του έργων.
Το BAFTA και το «φλερτ» δύο φορές με το Grammy
H πολυσυλλεκτικότητά του έχει αφήσει τη σφραγίδα της σε όλα τα είδη της μουσικής, ενώ έχει συνθέσει τον ίσως πιο αναγνωρίσιμο ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το συρτάκι «Ζορμπάς» (1964), βασισμένο σε παραδοσιακή κρητική μουσική, για την ομώνυμη ταινία με την εμβληματική ερμηνεία του Άντονι Κουίν.
Συνθέσεις του έχουν ερμηνευτεί από καλλιτέχνες παγκοσμίου φήμης, όπως οι Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ, η Τζόαν Μπαέζ και η Εντίθ Πιάφ, ενώ έχει γράψει μουσική για γνωστές ταινίες όπως: Φαίδρα (1962), Αλέξης Ζορμπάς (1964), Ζ (1969) και Σέρπικο (1973).
To 1970, για την μουσική στη ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά τού απονεμήθηκε το βραβείο BAFTA για πρωτότυπη μουσική, ενώ ήταν υποψήφιος στην ίδια κατηγορία του 1974, για την ταινία «Κατάσταση Πολιορκίας» και το 1975, για τη μουσική επένδυση της ταινίας «Serpico».
Επίσης ήταν υποψήφιος για Grammy το 1966 και το 1975 για το μουσικό θέμα των ταινιών «Ζορμπάς» και «Serpico» αντίστοιχα.
Το πιο σημαντικό του έργο θεωρείται η μελοποιημένη ποίηση, χρησιμοποιώντας ως στίχους ποιήματα βραβευμένων ποιητών ελληνικής και ξένης καταγωγής, όπως οι Γιάννης Ρίτσος (Βραβείο Ειρήνης Λένιν 1976), Γιώργος Σεφέρης (Νόμπελ 1963), Πάμπλο Νερούδα (Νόμπελ 1971), Οδυσσέας Ελύτης (Νόμπελ 1979).
Επίσης έχει ασχοληθεί με την κλασική μουσική γράφοντας συμφωνίες, ορατόρια, μπαλέτα, όπερες και μουσική δωματίου.
Το Νόμπελ Ειρήνης
Επίσης, το 2000 υπήρξε υποψήφιος για βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, το οποίο έχασε από τον πρώην πρόεδρο της Νότιας Κορέας, Κιμ Ντε-τζουνγκ.
Την πρώτη υπογραφή στο επίσημο κείμενο που εστάλη στη Νορβηγική Ακαδημία για τον Μίκη είχε βάλει ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης και ακολούθησε μακρύς κατάλογος γνωστών ονομάτων από όλους τους κοινωνικούς χώρους.
Διαβάστε επίσης
Πέθανε ο Μίκης Θεοδωράκης στα 96 του χρόνια!
Google News