Μερικοί το προτιμούν ακόμη και από το Λούβρο. Η αλήθεια είναι πως όποιος διαβεί τις πύλες του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού Gare d’Orsay στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα εντυπωσιάζεται από τη τεράστια συλλογή έργων ιμπρεσιονισμού που βλέπει στις αίθουσές του. Ο λόγος για ένα από τα διασημότερα μουσεία της Γαλλίας, το Musée d’Orsay που πλέον μετονομάζεται σε Musée d’Orsay- Valéry Giscard d’Estaing προς τιμήν του πρώην προέδρου της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εσταίν, στον οποίο οφείλει την ύπαρξή του.
Σχετικά άρθρα: 15 φωτογραφίες από την ολοκαίνουρια Εθνική Πινακοθήκη- Γέμισε με αριστουργήματα της ελληνικής Τέχνης
Ο Ζισκάρ ντ’Εσταίν ήταν αυτός που «έσωσε» το 1977 τον σιδηροδρομικό σταθμό Gare d’Orsay από την κατεδάφιση και εγκρίνοντας το σχέδιο μετατροπής του εμβληματικού κτιρίου σε μουσείο. Το Musée d’Orsay άνοιξε τις πύλες του το 1986 υπό την προεδρία του Φρανσουά Μιτεράν και μέχρι και σήμερα εντυπωσιάζει με τα έργα τέχνης που διαθέτει.
Ο Ζισκάρ Ντ΄Εστέν πέθανε λίγους μήνες πριν, το 2020, εξαιτίας επιπλοκών του κορωνοϊού σε ηλικία 94 ετών. Σήμερα προς τιμήν του έργου που έκανε για το μουσείο του δίνει το όνομά του.
Η ιστορια του μουσείου

Το κτήριο του μουσείου σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Βικτόρ Λαλού και κατασκευάστηκε με την επίβλεψή του καθώς και των αρχιτεκτόνων Λυσιέ Μάν και Εμίλ Μπενάρ. Άρχισε να κατασκευάζεται το 1898 και χρησιμοποιήθηκε, από το 1900 έως το 1939, ως κτίριο του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού της σιδηροδρομικής εταιρείας Παρισιού – Ορλεάνης επί 39 χρόνια. Το μήκος που είχαν οι πλατφόρμες του, όμως, κατέστησαν το σταθμό ακατάλληλο για τα μεγάλου μήκους τρένα της εποχής. Έτσι, ο σταθμός άρχισε να χρησιμοποιείται μόνο από τους συρμούς του προαστιακού, ενώ ένα τμήμα του, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως ταχυδρομικό γραφείο αλλά και ως σταθμός μεταφοράς κρατουμένων στη Γερμανία. Ο σταθμός χρησιμοποιήθηκε, επίσης, για τη μεταφορά των επαναπατριζόμενων Γάλλων από τα Στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μετά τον Πόλεμο χρησίμευσε ως στούντιο για γυρίσματα αρκετών ταινιών (όπως η Δίκη του Φραντς Κάφκα σε σκηνοθεσία Όρσον Γουέλς) και ως κέντρο δημοπρασιών, ενώ σταμάτησε οριστικά να χρησιμοποιείται το 1973.
Το 1977 η Γαλλική Κυβέρνηση αποφάσισε τη μετατροπή του κτιρίου σε μουσείο αφιερωμένο αρχικά στην τέχνη του 19ου αιώνα, ενώ το 1978 χαρακτηρίστηκε ως εθνικό μνημείο. Την αναμόρφωση ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες Ρενό Μπαρντόν, Πιέρ Κολμπόκ και Ζαν-Κλώντ Φιλιππόν, ενώ την αναμόρφωση των εσωτερικών χώρων η Ιταλίδα αρχιτέκτονας Γκαέ Αουλέντι. Οι εργασίες άρχισαν το 1983 και ολοκληρώθηκαν το 1986. Το νέο μουσείο εγκαινιάσθηκε από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν την 1η Δεκεμβρίου 1986 και άνοιξε για το κοινό στις 9 του ίδιου μήνα.
Το κτήριο έχει συνολικό μήκος 173 μ. και πλάτος 75 μ. Η συνολική επιφάνεια των αιθουσών του φθάνει τις 57.000 τ.μ., ενώ οι επιφάνειες των εκθεσιακών χώρων καταλαμβάνουν 16.900 τμ. περίπου, (κατανεμημένων σε 80 ξεχωριστές αίθουσες). 1.200 τ.μ καταλαμβάνουν το εστιατόριο και η καφετέρια, 570 τ.μ/ η αίθουσα διαλέξεων και 1.850 τ.μ περίπου οι αίθουσες των περιστασιακών εκθέσεων.

Οι συλλογές του συγκροτήθηκαν από το Μουσείο του Λούβρου που παραχώρησε τα έργα καλλιτεχνών γεννημένων μετά το 1820, το μουσείο Jeu de Paume και το Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης που στεγάζεται στο Κέντρο Ζωρζ Πομπιντού και έχει στη συλλογή του έργα καλλιτεχνών γεννημένων μετά το 1870. Στις συλλογές του υπάρχουν αριστουργηματικά έργα των Καμίλ Πισαρό, Τουλούζ Λοτρέκ, Ζορζ Σερά, Πιερ Μπονάρ, Πολ Σεζάν, Γκουστάβ Κουρμπέ, Καμίγ Κορό, Εντγκάρ Ντεγκά, Εζέν Ντελακρουά, Πολ Γκογκέν, Βίνσεντ βαν Γκογκ, Εντουάρ Μανέ, Ανρί Ματίς, Γκούσταβ Κλιμτ, Ντομινίκ Ένγκρ, Κλοντ Μονέ, Ανρί Ρουσό και πολλών άλλων.
Google News