Ρωξάνδρα Στούρτζα, μια ιστορία αγάπης

Από τον Άρη Σφακιανάκη

Διαβάζω τις επιστολές της που έστελνε στον Καποδίστρια και σκέφτομαι αν με αγάπησε ποτέ τόσο πολύ κάποια γυναίκα. Διαβάζω στα Απομνημονεύματά της τα συναισθήματα που έτρεφε για τον Καποδίστρια και ζηλεύω. Διαβάζω στα σκόρπια φύλλα του ημερολογίου της την λαχτάρα της να βρεθεί κοντά στον άνθρωπο που ερωτεύτηκε και δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου.

Η Ρωξάνδρα Στούρτζα γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1876. Ήταν κόρη του Σκαρλάτου Στούρτζα, γόνου ευγενούς και πάμπλουτης ελληνικής οικογένειας που ήταν εγκαταστημένη στην Μολδαβία από καιρούς παλαιούς. Η μητέρα της ήταν το γένος Μουρούζη, αρχοντικής οικογένειας των παραδουνάβιων ηγεμονιών.

Ήταν μικρό κορίτσι ακόμα όταν μετακόμισαν στην Ρωσία. Επειδή όμως η ζωή στην πρωτεύουσα, την Αγία Πετρούπολη, ήταν εξόχως ακριβή, ο πατέρας της αγόρασε έναν ωραίο πύργο με τεράστια εδαφική έκταση στην Λευκορωσία κι εκεί εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς. Γράφει η Ρωξάνδρα για εκείνη την περίοδο: «Οι εγκαταστημένοι στο σπίτι μας δάσκαλοι κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια ώστε η απομάκρυνσή μας από την πρωτεύουσα να μη μειώνει την εκπαίδευσή μας. Οι γνώσεις τους και η συντροφιά τους απάλυναν τη μοναξιά στις μακρές νύχτες του χειμώνα και καλλιεργούσαν τις πνευματικές μας δυνάμεις».

Όταν πια η Ρωξάνδρα είναι δεκάξι χρόνων, η οικογένεια εγκαθίσταται στην Αγία Πετρούπολη. Αφηγείται η ίδια: «Η πρωτεύουσα έμοιαζε μ’ ένα μαγικό φανάρι, όπου οι εικόνες διαρκώς ανανεώνονταν. Έπρεπε να συνάψουμε νέες γνωριμίες. Στην επιλογή μας δεν ευτυχήσαμε. Ο ευρύτερος κύκλος μας δεν ήταν ούτε ενδιαφέρων ούτε αξιαγάπητος. Δεν ήταν άνθρωποι του πνεύματος αλλά των κοσμικών κύκλων της αυτοκρατορίας, και μου προκαλούσαν πλήξη».

Εκεί, στην τσαρική αυλή, η προσωπικότητά της δεν αργεί να κερδίσει τον θαυμασμό του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος και σε λίγο διάστημα θα την καλέσει η αυτοκράτειρα Ελισάβετ να γίνει Κυρία επί των Τιμών της. «Όλοι, μικροί και μεγάλοι, πρίγκιπες και δούκες και αξιωματούχοι και σοφοί, ζητούσαν τη γνώμη της και της εμπιστεύονταν τα πιο προσωπικά μυστικά τους. Έλεγαν ότι κατείχε ένα μυστηριώδες κλειδί που άνοιγε όλων τις καρδιές». Αυτά γράφει για εκείνη την περίοδο ο αδελφός της Αλέξανδρος –εκείνος που αργότερα θα γίνει βοηθός του Καποδίστρια στο υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας.

Το 1809, δώδεκα χρόνια πριν ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση, όταν η Ρωξάνδρα ήταν 23 χρόνων, έφτασε στην Αγία Πετρούπολη ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας. Ήταν 33 ετών. Η Ρωξάνδρα τον γνώρισε στις συχνές τελετές και δεξιώσεις που δίνονταν στα ανάκτορα αλλά και στα δείπνα που παρέθεταν οι γονείς της. Γράφει η ίδια: «Οι γονείς μου παρέθεταν στο μέγαρό μας κάθε εβδομάδα δυο επίσημα δείπνα. Εγώ υποδεχόμουν τους προσκεκλημένους μας και έβλεπα με χαρά ότι συγκεντρώναμε στο σπίτι μας πολλά αξιόλογα άτομα και προσωπικότητες διακεκριμένες για την αξία και τον χαρακτήρα τους. Εγώ όμως θα σταθώ σε δύο μονάχα ονόματα. Κι αυτό γιατί ήταν τόσο σημαντικά, τόσο για την ελληνική ιστορία όσο για μένα προσωπικά: του πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη και του κόμη Ιωάννη Καποδίστρια». Κι αφού γράφει τις σκέψεις της για τον Υψηλάντη, έρχεται στον Καποδίστρια: «Στον ενθουσιασμό μας για την απελευθέρωση της Ελλάδος συμμετείχε σιωπηρά και ο κόμης Καποδίστριας. Μεγαλύτερος από εμάς, είχε ήδη αγωνισθεί να πραγματοποιήσει αυτό το υπέροχο όνειρο, θυσιάζοντας τα ωραιότερα χρόνια της νεότητάς του στην δημιουργία και στην οργάνωση της Ιονίου Δημοκρατίας, της πατρίδας του, την οποία είχε πρόσφατα καταστρέψει σκληρά η συνθήκη του Τιλσίτ. Όταν, με μια βίαιη μονοκονδυλιά, σβήστηκε μια τόσο αγαπημένη ελπίδα, ο Καποδίστριας, βαθιά πικραμένος, έφυγε από τον τόπο του δράματος. Τότε αποδέχθηκε, αν και με πολύ προβληματισμό, την πρόταση που του έκανε η ρωσική κυβέρνηση να τεθεί στην υπηρεσία του Ρώσου αυτοκράτορος, στο υπουργείο Εξωτερικών». Και μερικές αράδες πιο κάτω, συνεχίζει: «Ο κόμης Ιωάννης είναι από τους σπάνιους ανθρώπους που η γνωριμία τους αφήνει σταθμό στη ζωή εκείνων που τον γνωρίζουν. Η μορφή του, με την κλασική ομορφιά, και με τη σφραγίδα της μελαγχολίας, αποτελούσε αντικείμενο ενδιαφέροντος για τους ζωγράφους και τους φυσιογνωμιστές… Αυτή η τάση της μοναξιάς και η απόμακρη συμπεριφορά του μπορεί μερικές φορές να πλήγωνε τους φίλους του και πλήγωνε κι εμένα».

Τα επόμενα τρία χρόνια οι δυο τους συναντιόντουσαν συχνά κι έκαναν μεγάλους περιπάτους και συζητήσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχαν ερωτευτεί ο ένας τον άλλον. Τότε, γιατί δεν ζήτησε ο κόμης το χέρι της; Επειδή, όπως γράφει ο ίδιος ο Καποδίστριας στον πατέρα του: «Θέλω να είμαι ελεύθερος για να διαθέσω τις μέρες μου με τρόπο ώστε να αποβούν ωφέλιμες για την Πατρίδα».

Κάποια στιγμή ο τσάρος διορίζει τον Καποδίστρια στην ρωσική πρεσβεία της Βιέννης κι ο κόμης εγκαταλείπει την πρωτεύουσα. Η Ρωξάνδρα πενθεί: «Ζω μέσα στα ανάκτορα, ανάμεσα σε επιφανείς και ισχυρούς αξιωματούχους και αριστοκράτες. Πολλοί αναζητούν τη συντροφιά μου, τη φιλία μου… Εγώ όμως νιώθω μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο απέραντα μόνη. Με ένα ψυχικό κενό που δεν μπορεί τίποτα να το γεμίσει. Που δεν θα γεμίσει ποτέ, εφόσον μου λείπει Εκείνος, που με τη μοναδική του προσωπικότητα γέμιζε την ψυχή και την καρδιά μου. Κόμη Καποδίστρια, από τότε που έφυγες όλα γύρω μου είναι ερημιά!…»

Οι μήνες περνούν ανταλλάσοντας διαρκώς γράμματα μεταξύ τους. Ώσπου, ύστερα από καιρό, τον συναντάει στη Βιέννη, στα δείπνα που οργάνωνε η μητέρα της εκεί. Κάποια μέρα ο Καποδίστριας ζήτησε να την δει ιδιαιτέρως. «Ήταν απερίγραπτα θλιμμένος, αμίλητος. Κάποια στιγμή με πλησίασε. Έβγαλε από την τσέπη του ένα αδαμαντοκόλλητο κουτάκι. Τα μάτια του ήταν υγρά. ‘Αυτό είναι για σένα’, μου είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν. Απομακρύνθηκε και στάθηκε βουβός μπροστά σ’ ένα παράθυρο που έβλεπε στον κήπο. Είχε σκοτεινιάσει. Με τρεμάμενα χέρια άνοιξα το κουτάκι. Ήταν ένα υπέροχο δαχτυλίδι. Στην πέτρα του ήταν χαραγμένο το σύμβολο της ψυχής, του έρωτα και της αγάπης: Μια πεταλούδα που καιγόταν πάνω σε τρεις φλόγες. Τον ευχαρίστησα. ‘Εγώ σ’ ευχαριστώ που το δέχθηκες’, είπε εκείνος. ‘Θέλω να το φοράς πάντα. Και να με θυμάσαι. Δεν έχει αλλάξει τίποτε μες στην καρδιά μου από όσα σου έγραφα. Και δεν θα αλλάξει ποτέ… Δυστυχώς όμως, μόλις έφθασα στη Βιέννη, άλλαξε η πορεία και η μοίρα της ζωής μου. Πρέπει να θυσιάσω, ίσως για πάντα, όσα θα μου χάριζαν την προσωπική ευτυχία. Πρέπει να προσφέρω τον εαυτό μου θυσία στους αγώνες για την πατρίδα μας, την Ελλάδα. Κι αυτόν το δρόμο της θυσίας πρέπει να τον βαδίσω μόνος μου… Εντελώς μονάχος μου… Σε παρακαλώ, μη μου ζητήσεις να σου πω τίποτε άλλο. Δεν αντέχω…’ Με χαιρέτησε. Μόλις που άκουσα τη σπασμένη φωνή του… Έπεσα σε μια πολυθρόνα κι έκλαψα βουβά».

Αποκαρδιωμένη η Ρωξάνδρα, υποκύπτει στις πιέσεις της αυτοκράτειρας και παντρεύεται έναν γερμανό κόμη, τον Έντλινγκ. Είναι ένας συμβατικός γάμος, χωρίς καμιά ψυχική και πνευματική επαφή, χωρίς καν παιδιά. Δεν θα αργήσουν να χωρίσουν για πάντα οι δρόμοι τους.

Η Ρωξάνδρα βοηθάει τον Καποδίστρια στο έργο της Φιλόμουσης Εταιρείας που ιδρύει εκείνος στη Βιέννη ώστε να σπουδάζουν Ελληνόπουλα στο εξωτερικό. Κι όταν ο τσάρος κάνει τον Καποδίστρια υπουργό των Εξωτερικών του, η Ρωξάνδρα επιστρέφει κι εκείνη στη Ρωσία. Όμως η παραμονή της στην πρωτεύουσα είναι πλέον δύσκολη καθώς η αυτοκράτειρα δεν την θέλει πια κοντά της. Έτσι η Ρωξάνδρα αποσύρεται σ’ ένα τεράστιο κτήμα που της παραχωρεί ο τσάρος κοντά στην Οδησσό. Εκεί φροντίζει τους Έλληνες πρόσφυγες που ξεριζώθηκαν από τη γη τους με την έναρξη του Αγώνα. Εκεί μαθαίνει ότι ο Καποδίστριας ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση ως ο Κυβερνήτης της Ελλάδας. Ξέρει ότι τον περιμένει ένας Γολγοθάς. Του γράφει: «Όταν θα σας κυκλώνουν απειλητικά τα μύρια προβλήματα, από τα οποία θα είναι γεμάτες όλες οι ώρες της ημέρας και της νύχτας της ζωής σας, θα είμαι πάντα κοντά σας… Χαίρετε, αγαπητέ μου, Πρόεδρε της Πατρίδας μας. Καλό σας ταξίδι. Και μην ξεχνάτε ότι θα είμαι για πάντα κοντά σας. Θα χτίσουμε μαζί κάποια μέρα ένα ωραίο σπίτι για τις Ελληνοπούλες που έχασαν τους γονείς τους. Και τότε θα είμαι όχι μονάχα με την καρδιά και τη σκέψη κοντά σας, αλλά και στην πραγματικότητα… Μη με ξεχάσετε ποτέ. Εγώ δεν σας ξεχνώ ούτε στιγμή… Καλό σας ταξίδι στην Πατρίδα μας. Στην Ελλάδα μας…»

Δεν θα τον έβλεπε ξανά. Ύστερα από τρία χρόνια ο Ιωάννης Καποδίστριας θα έπεφτε νεκρός από τους δολοφόνους του στο Ναύπλιο. Η Ρωξάνδρα Στούρτζα θα ζούσε ως το Γενάρη του 1844 και θα πέθαινε στο κτήμα της. Οχτώ ακριβώς μέρες πριν θα έγραφε στο ημερολόγιό της: «Θεέ μου, σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχής μου, γιατί μου χάρισες το πιο υπέροχο δώρο στη ζωή μου: Να αγαπήσω, με την πιο αγνή και ωραιότερη αγάπη, το ωραιότερο δημιούργημά σου, το ευγενέστερο και ουράνιο πλάσμα της γης! Σε ευχαριστώ! Πιστεύω ότι δεν θα αργήσεις να μου στείλεις την θεϊκή σου πρόσκληση για το ταξίδι της αιωνιότητας! Σε ευχαριστώ!… Την περιμένω με χαρά!…»

Ήταν τότε ετών πενήντα οκτώ.

Άρης Σφακιανάκης, Ιανουάριος 2021 (Το τελευταίο βιβλίο του Άρη Σφακιανάκη, «Η σκιά του Κυβερνήτη», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος).

Σχετικά Άρθρα
Σπέτσες: Η συμμετοχή της Ελλάδας στη Μπιενάλε του Περού παρουσιάζεται στο Μουσείο της Μπουμπουλίνας
Σπέτσες: Η συμμετοχή της Ελλάδας στη Μπιενάλε του Περού παρουσιάζεται στο Μουσείο της Μπουμπουλίνας
«Όταν ο Ρήγας συνάντησε τον Μότσαρτ»: Ένα νέο το νέο φιλόδοξο εγχείρημα σε σκηνοθεσία Γιώργου Λιβανού
«Όταν ο Ρήγας συνάντησε τον Μότσαρτ»: Το νέο φιλόδοξο εγχείρημα σε σκηνοθεσία Γιώργου Λιβανού
«Καραϊσκάκης: Ὁ παρεξηγημένος ἥρωας» στο θέατρο Πέτρας (25/7)
«Καραϊσκάκης: Ὁ παρεξηγημένος ἥρωας» στο θέατρο Πέτρας (25/7)
%ce%bc%ce%af%ce%b1-%ce%bc%ce%bf%cf%85%cf%83%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%83%cf%85%ce%bb%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%ae-%ce%bc%ce%b5-%cf%80%ce%bd%ce%b5%cf%8d%ce%bc%ce%b1%ce%b5%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%b1%cf%830
Μία μουσική συλλογή με πνεύμα…επαναστατικό!
Η αληθινή ιστορία της Κάντως Τζαβέλλα ζωντανεύει στο θεατρικό σανίδι
Η αληθινή ιστορία της Κάντως Τζαβέλλα ζωντανεύει στο θεατρικό σανίδι
%ce%b1%ce%af%ce%b3%ce%b9%ce%bd%ce%b1-%ce%bd%ce%b1%cf%8d%cf%80%ce%bb%ce%b9%ce%bf-%ce%b1%ce%b8%ce%ae%ce%bd%ce%b1-%cf%84%cf%81%ce%b5%ce%b9%cf%82-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%b90
Αίγινα – Ναύπλιο – Αθήνα: τρεις ιστορικές πόλεις της Ελλάδας γιορτάζουν μαζί τα 200 χρόνια από την Επανάσταση

Ακολουθήστε μας στο Google News
και ενημερωθείτε πρώτοι για τα νέα άρθρα του